Κεφάλαιο 68ο

34.2K 2.7K 671
                                    

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου σιγά, σαν τον κλέφτη μπήκα μέσα. Κοίταξα το κινητό. 4:27 είχε πάει.

Χωρίς να έχω όρεξη να κάνω οτιδήποτε άλλο, η νύστα νίκησε κι έπεσα στο κρεβάτι μου με φόρα.

Ούτε τα παπούτσια μου δεν πρόλαβα να βγάλω.

Ωραίο πράγμα ο ύπνος.

"Αντριάνα;" άκουσα την φωνή της μαμάς να με ξυπνά.

Με σκούντηξε ελαφρά. Δεν της απάντησα κι έχωσα το πρόσωπο στα μαξιλάρια.

Μανία που έχει ο κόσμος να με ξυπνάει! Αφού κοιμάμαι μια χαρά ήσυχη χριστιανή μου!

"Αντριάνα;" επέμεινε.

"Ναι;" ρώτησα χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου.

"Πότε ήρθες;" ρώτησε.

Μούγκρισα κι μισάνοιξα τα μάτια. Με κοιτούσε απορημένη, καθόταν κοντά στο κρεβάτι.

"Ίσα που είχε ξημερώσει, κοιμόσασταν" απάντησα και χασμουρήθηκα.

"Μα δεν σε άκουσα να μπαίνεις" επέμεινε.

Ξεροκατάπια και γέλασα ειρωνικά.

"Λόγω παλιού επαγγέλματος είναι, ερασιτέχνης ήμουν νομίζεις;" είπα πονηρά.

"Έλα αηδίες" απάντησε και με χτύπησε ελαφρά στον ώμο.

Γούρλωσα τα μάτια κι ανασηκώθηκα στο κρεβάτι ξαφνιάζοντας την. Έδιωξα τα μαλλιά μου απ' τα μούτρα μου και την κοίταξα.

"Τι ώρα είναι;" ρώτησα πανικοβλημένη.

Κοίταξε το ρολόι της εξίσου πανικοβλημένη κι ύστερα είδε εμένα.

"Πήγε 10" είπε απλά.

"Γαμώτο" αναφώνησα και σηκώθηκα.

Έτρεξα μέχρι το μπάνιο και δεν ξέρω πως τα κατάφερα αλλά σε λιγότερο από ένα λεπτό, είχα βουρτσίσει δόντια κι έπλυνα το πρόσωπο μου. Τόση ώρα οδηγούσα χτες.

Μπήκα στο δωμάτιο, όπου η μαμά δεν είχε προλάβει να αντιδράσει και καθόταν στο κρεβάτι περιμένοντας με.

Άρχισα να ψάχνω στο ντουλάπι μου και την βαλίτσα μου. Βρήκα ένα τζιν αλλά δεν έβρισκα πουθενά το παλτό μου.

"Βρες μου ένα χοντρό παλτό γρήγορα, με περιμένει ο κύριος Κώστας"

"Παλτό;" ρώτησε ξαφνιασμένη. "Αντριάνα μου, είμαστε στην μέση του καλοκαιριού. Θα σκάσεις αν βγεις με το παλ.."

Μπάτσο, μωρό μου!Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα