Κεφάλαιο 3ο

42.4K 2.8K 555
                                    

"Σκατά..." έτριξα μέσα απ' τα δόντια.

Κοίταξα για λίγο έξω απ' το παράθυρο.

Αν άνοιγα την πόρτα και πηδούσα έξω θα του ξέφευγα αλλά πολύ πιθανόν να έσπαγα τον λαιμό μου.

"Δεν το βρίσκω καλή ιδέα να πηδήξεις έξω" είπε κοιτώντας ευθεία μπροστά.

Τον κοίταξα και στένεψα τα μάτια.

"Θα με πας στο τμήμα;" ρώτησα απότομα.

Δεν απάντησε και έστριψε σε ένα στρίψιμο δεξιά.

"Γιατί να σε πάω στο τμήμα;" ρώτησε. "Δεν είδα κάτι" συνέχισε.

Τι είδους πλεκτάνη σχεδιάζει;

"Θα σε πάω στο νοσοκομείο γιατί σου έριξαν τασάκι στο κεφάλι" ανακοίνωσε αργότερα.

"Με περνάς για ηλίθια;" ρώτησα.

Κοίταξα ξανά έξω απ' το παράθυρο.

"Αν κάνεις αυτό που σκέφτεσαι θα είσαι ηλίθια, ναι" απάντησε. "Θα σε πάω στο νοσοκομείο, αν αντισταθείς έστω και λίγο θα σε πάω όντως στο τμήμα όπου και με κοροϊδεύουν ακόμη για το πρωί που μου ξέφυγες"

Εκνευρισμένη κάθισα καλύτερα στο κάθισμα κοιτώντας έξω.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ένιωσα έντονα τον πόνο στο κεφάλι μου.

Άγγιξα το σημείο μα πόνεσα περισσότερο κι έτσι τράβηξα το χέρι μου από εκεί.

"Πονάς;" ρώτησε.

"Όχι, μου αρέσει ο πόνος. Είμαι μαζοχίστρια"

Μούγκρισε και συνέχισε να οδηγά.

Κατέβασα τον καθρέφτη στην θέση του συνοδηγού για να βγάλω τους φακούς που μου ερέθιζαν τα μάτια. Άνοιξα το παράθυρο και τους πέταξα έξω.

Όταν το αμάξι σταμάτησε έξω απ' το νοσοκομείο, άνοιξα αμέσως την πόρτα κι άρχισα να τρέχω.

Πριν το καταλάβω, και αυτή την φορά ο μπάτσος με άρπαξε. Κρίμα που τώρα δεν μπορούσα να τον χτυπήσω γιατί ένιωσα μια σουβλιά στο κεφάλι μου και μετά σκοτάδι.

Πιο πολύ μαύρο κι απ' την νύχτα στα βουνά.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα το λευκό ταβάνι του νοσοκομείου. Ανακάθισα και κοίταξα γύρω μου.

"Ξυπνήσαμε;" ρώτησε ο γιατρός.

Όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά στην οικογένεια, ο κύριος Ορέστης ήταν ο γιατρός της οικογένειας. Έχω όμως πάνω από ενάμιση χρόνο να τον δω.

Μπάτσο, μωρό μου!Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα