Μέρος 5ο

159 11 0
                                    

Με το πρώτο λάλημα του πετεινού, ξύπνησε και η Σοφία. Τι όμορφα που ήταν όλα την χθεσινή μέρα. Η ξαδέλφη της. Ο μνηστήρας της. Ο αρραβώνας και το γλέντι γενικότερα, μα πάνω απ'όλα... ο Μίνος. Από την ώρα που έκλεισε τα μάτια της μέχρι την ώρα που τα άνοιξε, δεν τον έβγαλε στιγμή από το μυαλό της. Απορροφάται στις σκέψεις της. Προσπαθεί να νιώσει για ακόμα μια φορά το άγγιγμα του. Να φέρει στον νου της εκείνη την μαγευτική μουσική. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο της. Όταν όμως τα μάτια της πέφτουν πάνω στην γιαγιά της η οποία εδώ και ώρα κάθεται δίπλα της καθαρίζοντας πατάτες, συνέρχεται.

«Στον γάμο θα φορέσεις ένα κίτρινο φουστάνι, η ένα χακύ. Πάλι μεταξωτό ύφασμα να έχει. Σου πάνε εσένα τα φωτεινά χρώματα» Της ρίχνει πεταχτές ματιές.
«Έλεγα να ράψω ένα κόκκινο δαντελωτό. Συμφώνησε και η Ανέζω, η ράφτρα.»
«Αυτή τα λεφτά της κοιτάει να πάρει. Τη νοιάζει νομίζεις τι σου ταιριάζει εσένα καλύτερα;» Πετάει το μαχαίρι από τα χέρια της με μια μικρή οξυθυμία.

Αυτό κάνει την Σοφία να πεταχτεί αμέσως από την θέση της. «Γιαγιά...» λέει ήρεμα.«Θαρρώ πως τα νεύρα σου τώρα τελευταία δεν πηγαίνουν καλά.»
«Μου βγάζεις γλώσσα Σοφία;» Υψώνει τον τόνο της.
«Όχι γιαγιά μου! Απλά δεν θεωρώ ότι υπάρχει λόγος να θυμώνουμε με το παραμικρό.» Τα δάχτυλα της, κουνιούνται μέσα στην χούφτα της νευρικά. Τα πόδια της τρέμουν. Άλλη μια λέξη να πει, και είναι σίγουρη πως θα το φάει το χαστούκι. Για να μην υπάρξει συνέχεια, σηκώνεται από την θέση της, και βάζει το μπρίκι στην φωτιά για να φτιάξει δυό καφέδες. Έτσι κι αλλιώς  τώρα που έφυγε η μάνα της για να πάει να δει εκείνη την Θεια της στο Ρέθυμνο, όλα μόνα της πρέπει να τα κάνει. Και ας πάει να το παίξει η γιαγιά της πιο νέα θέλοντας να την βοηθήσει.

Δεν αργεί να σβήσει το μπρίκι και να βγάλει τους καφέδες. Ανακατεύει για αρκετά λεπτά. Με μεράκι. Όπως το έκανε και η γιαγιά της η Σοφία. Την θυμάται πολλές φορές να λέει στην μάνα της: «Ένας καφές είναι. Αφού τον κάνεις που τον κάνεις, κάντον καλά!»

«Πριν ξυπνήσεις εσύ, έκανα καφέδες για τον πατέρα σου και τον αδελφό σου. Και τα είπαμε μια στάλα και για τον αρραβώνα χθες.» Της λέει πιο ήσυχα αυτή τη φορά.
«Χαιρέτησες και την μάνα μου όταν έφυγε;»
«Όχι! Η μάνα σου έφυγε πιο νωρίς. Νύχτα πρέπει να ήταν.»

Χύνει αμέσως τον καφέ στα δυο μικρά φλιτζανάκια και κάθεται δίπλα της να ακούσει τι έχει να της πει.

«Αυτή η τρελή έμαθα δεν άφησε να βάλλουν Κρητικά στο γλέντι. Πάλι ρεζίλι το έκανε το παιδί μου.» Κουνάει το κεφάλι της μελαγχολικά.
«Δεν πειράζει γιαγιά. Κανείς δεν έγινε ρεζίλι. Ίσα ίσα. Θα λένε πως είμαστε αριστοκράτες στην οικογένεια. Άνθρωποι με φινέτσα. Το γραμμόφωνο έπαιζε εξοχικές μουσικές. Παριζιάνικες. Αλλά και Αργεντίνικες.Για μια στιγμή νόμιζα ότι ήμουν η Σοφία η κόρη του βασιλιά μας του Παύλου. Η αδελφή του πρίγκιπα Κωσταντίνου. Όχι η Σοφία κόρη του Μανώλη.» Έλεγε μαγεμένα.
«Είσαι όμως κόρη μου.»Της κόβει την φορά.«Είσαι η Σοφία η κόρη του Μανώλη Βαλυράκη!!!» Λέει με όλη της την δύναμη.
«Εντάξει βρε γιαγιά εγώ δεν το είπα για να θίξω κανένα.» Της λέει τρομαγμένη η κοπέλα. Τα πόδια της έχουν αρχίσει πάλι να τρέμουν.
«Δεν είπες αλλά έκανες!!!» Το βλέμμα της σιγά σιγά παίρνει την χθεσινή του θέση. Γίνεται παρόμοιο με αυτό που είχε χθες στον τσακωμό της με την Μαργαρώ.
«Τι έκανα;» Λέει χαμένη έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Χόρεψες με τον γιο του καταραμένου. Θα τρίζουνε τα κόκαλα του παππού σου.» Της δίνει ένα δυνατό χαστούκι.
«Μόνος του το έφαγε ο παππούς μου το κεφάλι του. Τι ήθελε να μπλεχτεί σε ξένο καυγά; Και αφού μπλέχτηκε από μόνος του, γιατί τους κατηγορούμε κι από πάνω; Μόνος του το έφαγε το κεφάλι του!!! Μόνος του!!!» Της λέει ελπίζοντας να της αλλάξει αυτές τις σκέψεις που κουβαλάει μέσα της χρόνια.

Το αποτέλεσμα όμως... φαίνεται να είναι το αντίθετο. Την αρπάζει βίαια από τα χέρια, και της δίνει ένα δεύτερο δυνατό χαστούκι.

Η Σοφία δίχως καμία δύναμη, πέφτει κάτω.

Οι φωνές της Χρύσας φτάνουν μέχρι έξω. Αυτό κάνει την γειτόνισσα τους την Ρηνιώ, να βγει έξω στο μπαλκόνι για να δει τι γίνεται.

Από το στενό δρομάκι στην γωνία, φαίνεται να έρχονται ο Μανώλης, μαζί με τον ξάδελφο του τον Γιακουμή.

«Μανώλη!!! Τρέχα!!! Η μάνα σου την σφάζει την κόρη σου!!!» Διακόπτει την συζήτηση των δυο αντρών.
«Τι λες κυρά Ρηνιώ;» Οι φωνές φτάνουν και στα δικά του αυτιά. Πριν προλάβει να απαντήσει η γειτόνισσα, έχει μπουκάρει ήδη μέσα στο σπίτι. Ο ξάδελφος του τρέχει από πίσω του παρακαλώντας τον να ηρεμήσει.

«Μόνος του εεε;;; Μόνος του πήγε και καρφώθηκε στο μαχαίρι του Τζανετάκη;» Της δίνει και ένα τρίτο χαστούκι.

«Μάνα!!!! Τι κανεις εκεί;» Τρέχει δίπλα στην κόρη του προσπαθώντας να την σηκώσει.

Από τις φωνές της, και τον θυμό της, δεν κατάλαβε ούτε τον γιο της ούτε τον ανιψιό της πότε έφτασαν στο σπίτι. Έμεινε να τους κοιτάει χαμένη.

«Τι ρεζιλίκια είναι αυτά μέσα στο σπίτι μου;» Λέει οργισμένος βάζοντας την Σοφία να καθίσει σε μια καρέκλα. «Γιακουμή φέρε λίγο νερό.»

«Καλά είμαι πατέρα.» Προσπαθεί να τον ηρεμήσει.
«Καλά είσαι! Γιατί ήσουν τυχερή και ήρθαμε εμείς. Αλλιώς θα σε είχα αφήσει στον τόπο μια ώρα αρχύτερα!» Την κοιτάει εξοργισμένος. «Οποίος ξανά σηκώσει χέρι σε παιδί μου, θα του το κόψω από την ρίζα!!! Είτε είναι μέλος της οικογένειας μου, είτε όχι!!!» Στο βλέμμα του και μόνο φαίνεται να εννοεί όσα λέει.

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now