Μέρος 2ο

194 14 3
                                    

Το άρωμα από τα πορτοκάλια που χρησιμοποίησε στα κουλουράκια της η Μαργαρώ δίνουν μια γλυκιά μυρωδιά στον χώρο. Κοιτάει μαγεμένη η κόρη της καθώς εκείνη τα τοποθετεί ένα ένα στο ταψί με καμάρι που αριστούργησε για άλλη μια φορά.

«Σύρετε να στρώσετε το τραπέζι. Σε λίγο θα γυρίσουνε οι άντρες.» Ακούγεται αυστηρή η φωνή της της πεθεράς της. Τα μάτια της πέφτουν στο ταψί και έπειτα στην εγγονή της, που την βλέπει να κάθεται κουλουριασμένη σε μια καρέκλα δίπλα στην μάνα της κοιτώντας με προσήλωση κάθε της κίνηση. «Δίκη σου ιδέα ήταν να φτιάξετε κουλούρια;» Της ρίχνει ένα άγριο βλέμμα σαν τότε που ήταν μικρή, και έκανε κάποια αταξία.

«Δική μου!» Πετάγεται η Μαργαρώ να βγάλει από την δύσκολη θέση την κόρη της.«Είχα λίγα πορτοκάλια από χθες που έκανα το γλυκό, και σκέφτηκα να κάνω κουλουράκια που αρέσουν και στον Γιάννη.»

«Και σκέφτηκες να τα κάνεις τώρα που θα γυρίσουνε οι άντρες πεινασμένοι.» Η ειρωνία στα λόγια της, φτάνει εκνευριστική στα αυτιά της νύφης της.

Η Μαργαρώ σηκώνει το βλέμμα της από το ταψί, κοιτώντας την στα μάτια όλο θάρρος, με ένα βλοσυρό χαμόγελο. «Δεν είναι κανένας πρίγκιπας ο γιος σου μάνα! Δεν θα πάθει και τίποτα να περιμένει να στρωθεί το τραπέζι»
«Τολμάς και μιλάς! Αν δεν ήταν αυτός θα πεθαίναμε της πείνας.» Σουφρώνει σκυθρωπά τα φρύδια της.
«Ο πατέρας μου δεν θα έδινε ποτέ την κόρη του σε κανένα που μεθαύριο θα έλεγε το ψωμί ψωμάκι.»
«Ο πατέρας σου ήταν Άγιος άνθρωπος. Εσύ πως βγήκες έτσι; Στην μάνα σου έμοιασες.» Κουνάει το κεφάλι της καταφατικά νιώθοντας τεράστια σιγουριά για αυτά που λέει.

«Την μάνα μου να μη την ξανά πιάσεις στο στόμα σου!!! Τα ακούς;;;» Τα μάτια της Μαργαρώς πετάνε σπίθες. Δύο είναι οι γυναίκες που λάτρεψε τόσο σε όλη της την ζωή και θα έδινε τα πάντα για αυτές. Την μάνα της την Σοφία, και την κόρη της. Η οποία πήρε και το όνομα της αφού επέμενε πολύ η Μαργαρώ αλλά και ο πατέρας της, ο άντρας της δέχτηκε. Η Χρύσα όμως από την πρώτη στιγμή που το άκουσε έγινε έξαλλη. Και η αντιπάθεια προς την νύφη και την μητέρα της μεγάλωσε ακόμα περισσότερο.

«Μας συγχωρείς αν σου θίξαμε την μανούλα, λες και δεν είναι αλήθεια!» Συνεχίζει όλο θράσος.

Η Μαργαρώ έξαλλη, σηκώνει το χέρι της και την χαστουκίζει. Η παλάμη της πάνω στο μάγουλο της Χρύσας έκανε τεράστιο κρότο. Τρομαγμένη η κόρη της την τραβάει ένα βήμα πίσω φοβούμενη για το τι θα ακολουθήσει. Παραμένει όρθια στην θέση της κοιτώντας αποτροπαία την πεθερά της. Η Χρύσα γυρνάει το κεφάλι της και την κοιτάζει γεμάτη οργή. Σε δευτερόλεπτα της έχει ορμήσει και την έχει ρίξει στο πάτωμα σαν αρπαχτικό.«Τι έκανες;;; Σήκωσες το χέρι σου σε εμένα;;; Την μάνα του αντρός σου;;;» Φωνάζει ξανά και ξανά τραβώντας την από τα μαλλιά με δύναμη.

«Γιαγιά! Ηρεμήστε σας παρακαλώ!» Ακούγεται επανειλλημένα η φωνή της Σοφίας που προσπαθεί αγανακτισμένη να τις χωρίσει.

Η Χρύσα κυριεύεται από τέτοια μανία τούτη τη στιγμή, που της είναι αδύνατον να ακούσει την εγγονή της. Η Μαργαρώ καταφέρνει να ξεγλιστρήσει από τα χέρια της και σηκώνεται όρθια με την βοήθεια της κόρης της.
Η Χρύσα βγάζει ένα δυνατό βογκητό και αμέσως μετά τρώει και ένα δεύτερο χαστούκι από την νύφη της ακόμα πιο δυνατό. Η Μαργαρώ θέλει να της χιμήξει με την ίδια παρόρμηση που της επιτέθηκε και εκείνη πριν, αλλά η Σοφία την κρατάει δυνατά σωσμένη στα χέρια της χωρίς να την αφήσει να κάνει βήμα.

Ακούγεται ο ήχος των κλειδιών. Είναι ο Μανώλης μαζί με τον Γιάννη. Μόλις αντικρίζουν το θέαμα μένουν άναυδοι. Την Σοφία να κρατάει δυνατά την Μαργαρώαπό τα μπράτσα, η οποία είναι αναμαλλιασμένη και την Χρύσα απέναντι τους με ένα βλοσυρό ύφος.
«Μα τι γίνεται εδώ μέσα;» Ρωτάει ανήσυχος ο Μανώλης.
«Η γυναίκα σου!Τόλμησε να σηκώσει το χέρι της πάνω μου!!!» Κραύγασε με όλη της την δύναμη
«Μαργαρώ αληθεύει;» Στα μάτια του φαίνεται μια δυσπιστία. Κάτι που κάνει ακόμα πιο έξαλλη την Χρύσα.
«Με βλέπεις πως είμαι;;; Βλέπεις ότι είμαι ένα βήμα πριν να τρελαθώ με όλα αυτά που ζω εδώ μέσα κάθε μέρα;» Απεγνωσμένη η Μαργαρώ, έτρεξε στην σκάλα ανεβαίνοντας με φορά τα σκαλοπάτια, και αμέσως μετά κλειδώθηκε στη κάμαρα της.

«Τώρα δηλαδή δεν θα φάμε;» Κάνει ένα παράσιτο ο Γιάννης.
«Γιάννη!»
Τον επαναφέρει στη λογική η φωνή του πατέρα του. Με μιας παίρνει σοβαρό ύφος.
«Σοφία! Πήγαινε λίγο νερό στην μάνα σου..» Απευθύνεται στην κόρη του επιτακτικά.
«Μάλιστα πατέρα.» Του ανταποκρίθηκε με σκυμμένο το κεφάλι.

Ο Μανώλης πλησιάζει προς το μέρος της μητέρας του, και μένει να την κοιτάει σιωπηλός.
«Πότε θα την συμμαζέψεις; Ως πότε θα δίνεις τόπο στην οργή; Μαλώνεις συνέχεια τα παιδιά σου και προσπαθείς να τα βάλεις σε μια τάξη ενώ αυτή είναι τρεις φορές χειρότερη! Από αυτή παίρνουν κακή διαγωγή!» Στρίγκλισε πιστεύοντας όσο πιο αληθινά γινόταν όσα έλεγε.
«Εντάξει, φτάνει! Βαρέθηκα τους καυγάδες σας όλα αυτά τα χρόνια σαν μωρά παιδιά. Είδα όμως πως πέρασαν έξι μέρες που έλειπε η Μαργαρώ στην ξαδέλφη της στην Σύρο, και είδα πως πέρασε και μια εβδομάδα που έλειπες εσύ στο μοναστήρι.» Ιδρωμένος από την κούραση που είχε όλη την μέρα από τα χωράφια, το περιστατικό που είχε συμβεί δεν τον βοηθούσε καθόλου να ξαποστάσει όπως επιθυμούσε εκείνη την στιγμή. Άρπαξε ένα ποτήρι με ράκη που βρισκόταν στο τραπέζι, και το κατέβασε με μια γουλιά.

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now