Μέρος 13ο

119 8 0
                                    

Ο ήλιος έπεσε και πάλι. Ένα δροσερό αεράκι πλανιέται εδώ και ώρα στους δρόμους των Χανίων.

Ο Μίνος καθισμένος πάντα στο παράθυρο του δωματίου του, κοιτάζει το φεγγάρι. Ξεφυσάει μπουχτισμένος. Μαζεύτηκαν πολλά. Η Σοφία. Ο Δαγκανάλης. Οι δικοί του που ετοιμάζονται να του προξενέψουν και αυτού μια κοπελιά. Την ήξερε την Ανθή. Ήταν λιγάκι ψηλομύτα, σαν την μάνα της. Για εκείνον έλιωναν όλα τα κορίτσια του σχολείου τότε που ήταν μαθητές. Σκέψου αν τον παντρευόταν εκείνη πόσο πάνω της θα το έπαιρνε. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι. Δεν ήταν πρόβλημα να πει όχι στο δικό του προξενιό. Αλλά στης Σοφίας. Εκεί είναι το πρόβλημα. Εκεί δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα και ήταν σαν του κρατούσαν δεμένα τα χέρια. Αυτό ήταν μόνο στην κρίση της Σοφίας. Πόσο όμως αντίσταση μπορεί να κάνει και αυτή όταν ο πατέρας της το θέλει; Ειδικά αν δεν έχει και κανένα να την υποστηρίξει μέσα στην οικογένεια. Πολύ που τους νοιάζει όλους η γνώμη των κόρων τους. Την δουλειά τους κοιτάνε να κάνουν. Δεν τους ενδιαφέρει πλέον τα παιδιά τους να είναι ευτυχισμένα. Νομίζουν ότι η ευτυχία βρίσκεται στα λεφτά. Ακόμα όμως και αν την έκλεβε, ο πατέρας της δεν θα το άφηνε έτσι αυτό. Και στην άλλη άκρη της γης να φτάνανε... θα τους κυνηγούσε.

«Μίνο;» Ακούγεται κάποια στιγμή στα σιγανά η φωνή της Δέσποινας.
«Μάνα;»
«Τι κάνεις εδώ πέρα αγόρι μου; Άντε έλα μέσα που έστρωσα τραπέζι να φάμε.»

Περιφέρεται τελείως βαριεστημένα μέσα στο σπίτι του. Νιώθει βαρετό και το ένα του βήμα από το δωμάτιο στο σαλόνι.

«Τι έχεις ρε;» Τον ρωτάει ο Κωσταντής που τον βρίσκει τελείως άκεφο.
«Τίποτα μωρέ, κουρασμένος είμαι.» Κάθεται στο τραπέζι χώνοντας το κεφάλι του στο πιάτο.
«Μίνο... θέλω να μιλήσουμε!» Του απευθύνεται ο Νεοκλής. Τα δάχτυλα του σφίγγουν το πιρούνι με μια αμηχανία για το τι θα πει ο γιος του.
«Όχι!» Λέει ήσυχα στο τέλος και γυρνάει προς το πιάτο του.
«Τι όχι;»
«Την Ανθή δεν την παίρνω! Και κοιτάξτε να το βάλετε καλά στο μυαλουδάκι σας... γιατί άμα μου την βιδώσει... θα γίνουμε από δυό χωριά νομάτοι!» Χτυπάει την γροθιά του στο τραπέζι κοιτώντας τους απειλητικά.
«Ώπα ρε άντρα! Που μας κάνεις και τον δύσκολο. Τι έχει η Ανθή δηλαδή; Όμορφη είναι. Έξυπνη είναι. Κουτσομπόλα καθόλου δεν είναι. Ψηλομύτα καθόλου... αυτό κι αν δεν είναι!» Ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια. Κάτι που κάνει ακόμα πιο έξαλλο τον αδελφό του. Είναι έτοιμος να τον αρπάξει από τον γιακά.
«Κωσταντή! Δεν είναι ώρα για αστεία!» Τον βάζει στη θέση του η Δέσποινα.
«Ποια Ανθή ρε παιδιά; Τι έχω χάσει;» Λέει τελείως χαμένος με τα όσα ακούει ο Αποστόλης.
«Ο πατέρας και η μάνα θέλουν να μου δώσουν την ψυχοκόρη του Καλουφάκη!»
«Ποια ψυχοκόρη βρε; Αυτά είναι κακοήθειες!» Λέει οργισμένα η Δέσποινα.
«Κακοήθειες; Κακοήθεια είναι κι ότι όταν έμεινε χήρος ο Καλουφάκης με δυό παιδιά, ξανά παντρεύτηκε και η γυναίκα που πήρε δεν μπορούσε να κάνει παιδί; Γι'αυτό δεν την πήρε κιόλας; Πως έμεινε έγκυος αυτή; Μύρισε τον κρίνο;» Της αποκρίνεται.
«Είχε πάθει κάποτε ένα σοβαρό ατύχημα και δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Αλλά αυτό συνέβη αφού τον στεφανώθηκε τον Καλουφάκη και γέννησε και την Ανθή. Μέχρι τότε όλα ήταν μια χαρά! Άλλωστε όλο το χωριό ξέρει πως ο Καλουφάκης έχει αδυναμία στην μοναχοκόρη του.»
«Ναι! Έχει αδυναμία! Γιατί η γυναίκα του ήταν ψηλομύτα και δεν θα καταδεχόταν ποτέ να ακουστεί ότι δεν μπορεί να κάνει παιδιά! Γι'αυτό την πήραν από το ορφανοτροφείο και την υιοθέτησαν. Άσε που... όσο αδυναμία και να έχει αυτός στην κόρη του... στο τέλος θα δεις που όλη την περιουσία του θα την αρπάξουνε οι γιοί του και θα βάλουν και χέρι και στης αδελφής τους. Γιατί είναι κουτοπόνηροι και αλήτες! Εγώ με αυτό το σόι δεν μπλέκω!» Είπε και ξανά κλείστηκε στο δωμάτιο του.

«Πρέπει κάτι να κάνουμε! Δεν είναι δυνατόν να αφήσουμε τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη!» Σκούντηξε ελαφρά τον Νεοκλή η Δέσποινα.
«Δέσποινα... η αλήθεια είναι πως σε αυτό έχει δίκιο ο Μίνος. Μην κοιτάς την προίκα της. Αν πει ότι παντρεύεται  θα τρέξουν και τα αδέλφια της να παντρευτούν πιο μπροστά για να πάρουν και εκείνα μερίδιο από την περιουσία. Άσε που αυτοί... είναι ικανοί να μαγαρίσουν και την δικιά μας περιουσία....» Κόβει την συζήτηση μαχαίρι ο Νεοκλής.

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now