Μέρος 14ο

120 7 0
                                    

Ο γάμος του Σπύρου και της Μαρίας, είχε φτάσει επιτέλους! Κόσμος είχε μαζευτεί έξω από σπίτι της νύφης. Με νταούλια και κλαρίνα. Περιμένοντας με ανυπομονησία να δουν το εκθαμβωτικό νυφικό. Κάτι που πήρε πολύ χρόνο, αφού τελευταία στιγμή η νύφη άλλαξε γνώμη για το νυφικό της, και έτρεξε στην μοδίστρα να ράψει ένα καινούριο λόγω το ότι είχε δει σε ένα από τα περιοδικά της το ονειρικό νυφικό της Γκρέις Κέλι, που το έκανε ακόμα πιο όμορφο η δαντέλα που είδε στο επάνω μέρος. Έτσι, από μεταξωτό, σκέφτηκε να ράψει δαντελένιο.

«Άντε καλέ! Τραγουδήστε κανένα τραγούδι! Γάμο έχουμε!» Λέει η Χρύσα γεμάτη συγκίνηση που παντρεύεται επιτέλους κάποιο από τα εγγόνια της.

Όλα τα νεαρά κορίτσια που βρίσκονται στο δωμάτιο, αρχίζουν να τραγουδάν το «σήμερα γάμος γίνεται.» Μαζί τους και η Σοφία. Η οποία παρά τις αντιρρήσεις της γιαγιάς της, τελικά έραψε ένα εκρού φόρεμα για τον γάμο.

$

«Είχες δεν είχες... άσπρο φουστάνι πήγες και αγόρασες! Άσπρο βρε πρέπει μόνο η νύφη να φορά!» Την κατσαδιάσει πριν φύγουν από το σπίτι. Μπορεί να της είχε αδυναμία αλλά δεν θα ήθελε καμία γυναίκα να επισκιάσει την άλλη της εγγονή.
«Από την χώρα το αγόρασα! Είναι καλή ποιότητα το ύφασμα. Πήρα κι άλλα φουστάνια, και πουκάμισα και εσώρουχα. Σ'αυτή την μοδίστρα πηγαίνουν και ράβονται όλες οι μεγαλοκυρίες.» Χαμογελούσε εκείνη χαϊδεύοντας μαγεμένα το φουστάνι της.
«Γι'αυτό μας βγήκε ο κούκος αηδόνι για να τα πληρώσουμε! Αλλά δεν φταις εσύ! Όχι! Δεν φταις εσύ! Η Θεια σου φταίει. Αυτή σας φουσκώνει και τις δυο τα μυαλά, και μου πάτε και μου ράβεστε και σε μεγαλομοδίστρες! Και Καλά μωρή. Άλλο χρώμα δεν είχε σε αυτή τη δαντέλα; Έπρεπε να πάρεις άσπρο;»
«Δεν είναι άσπρο γιαγιά! Εκρού είναι!» Της απάντησε ξεφυσώντας.
«Τι είναι;» Ρώτησε εκείνη χωρίς να καταλαβαίνει.
«Εκρού. Έτσι λέγεται το χρώμα. Πηγαίνει και στην Γαλλία αυτή, γιατί προμηθεύεται καπέλα και ξέρει!»
«Εμείς εδώ το λέμε άσπρο! Τι έκανε λέει; Παίρνει και καπέλα; Πες μου ότι πήρες και κανένα καπέλο να γελάσω τώρα!» Την κοιτάει ειρωνικά.
«Και βέβαια πήρα! Και σαν θα κατέβω στην Αθήνα... και θα περπατήσω σε εκείνους τους δρόμους του Κολωνακίου, θα το φορέσω.»
«Καλά! Στεφανώσου εσύ τον Αντώνη, και μέχρι τότε... βλέπουμε!»
«Αχ μην αρχίσουμε τώρα! Πάμε στο αυτοκίνητο να φύγουμε!» Της είπε και μπήκαν αμεσως στο αυτοκίνητο.

$

«Άντε! Και στα δικά σας οι ελεύθερες!» Μέχρι και Ισμήνη έδειχνε χαρούμενη και πρόσχαρη ακόμα και στους συγχωριανούς του Μιλτιάδη. Κάτι που ήταν πολύ σπάνιο.

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now