Μέρος 3ο

188 14 0
                                    

«Στην υγεία μας! Καλώς όρισες λεβέντη μου!» Ο Νεοκλής γεμάτος από χαρά και αγαλίαση, τσουγκρίζει το ποτήρι του με τους γιούς του και την γυναίκα του. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι και πάλι ο αγαπημένος του γιος είναι πίσω. Τον Μίνω πάντα τον ξεχώρισε από τα αλλά του παιδιά. Είχε αποφασίσει μάλιστα από καιρό, μόλις παντρευτεί, να του παραχωρήσει την περιουσία.Φυσικά θα έδινε κάτι και στους γιούς του, αλλά η διαχείρηση θα πήγαινε αποκλειστικά και μόνο σε εκείνον.
«Καλώς σας βρήκα πατέρα! Εύχομαι να είμαστε πάντα καλά, ενωμένοι, και πάντα χαρούμενοι. Να όπως και τώρα!» Χτυπάει τρυφερά τον αδελφό του, τον Κωσταντή στον ώμο όσο εκείνος μασάει πεινασμένος.
Η Δέσποινα αφήνει και το τελευταίο πιάτο με τις μαραθόπιτες, επάνω στο τραπέζι.«Να ξερά πως θα ερχόσουν να ετοίμαζα περισσότερα.» Μουρμούρισε.
« Όλα είναι υπέροχα μάνα! Δεν χρειαζόταν να κάνεις τίποτα άλλο.» Της φιλά το χέρι αβρά.
«Καλά σου λέει ο γιος σου μωρέ γυναίκα. Και αν στεναχωριέσαι τόσο... έχεις όλο το βράδυ στην διάθεση σου να τον περιποιηθείς όπως θες.»
«Το βράδυ ειδικά δεν νομίζω.» Τους διακόπτει ο Αποστόλης που μέχρι τότε κατέβαζε την μια ράκη μετά την άλλη για να καταπνίξει την ζήλια που ένιωθε για τον αδελφό του.«Συνάντησα το πρωί στον δρόμο τον Γιάννη τον Βαλυράκη. Και μου είπε πως το απόγευμα μας έχουν καλέσει στον αρραβώνα της ξαδέλφης τους.
«Ποιανής ξαδέλφης τους;» Απορεί Ο Νεοκλής.
«Της Μαρίας.»
«Και θες να μου πεις ότι μας κάλεσε Βαλυράκης σε χαρά του παιδιού του;» Γελάει ειρωνικά ο Κωσταντής.
«Ο Μιλτιάδης παντρεύει την κόρη του. Όχι ο Μανώλης .» Κοιτάζει τον αδελφό του ο Κωσταντής με μια νευρικότητα. Σαν να παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει.
«Και με ποιον παντρεύεται η λεγάμενη;» Η Δέσποινα βρίσκει ενδιαφέρον το θέμα που μόλις άνοιξε.
«Με έναν λαδέμπορα από την Ιεράπετρα.»
«Άρα θα πρέπει να την ετοιμάσουμε την κούρσα για να κατέβουμε στο Ηράκλειο.» Αφήνει το πιρούνι του για ένα λεπτό ο Μίνως
«Ακριβώς.» Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της η Δέσποινα.«Όποτε τρώτε γρήγορα, να συμμαζέψω, και να δούμε τι θα φορέσουμε.»
«Τι τι θα φορέσουμε ρε μάνα; Εγώ θα βάλω το πουκαμισάκι μου και το παντελονάκι μου. Δεν ξέρω για εσάς.»
«Κουζουλάθηκες Κωσταντή; Εκεί θα έχει μαζευτεί όλο το νησί σχεδόν. Και εμείς που είμαστε γνωστοί σε ολόκληρη την Κρήτη θα πάμε σαν τα ροσόλια;»Κατευθείαν στρέφει το κεφάλι της προς τον γιό της τον Αποστόλη για συμπαράσταση.Ξέρει πως εκείνος είναι πάντα με το μέρος της και ποτέ δεν της φέρνει αντίρρηση.
«Καλά λέει η μάνα Κωσταντή. Αλλά από την άλλη έχεις δίκιο. Σιγά τα μούτρα που θα βάλουμε και τα καλά μας.»
«Δεν το κάνουμε γι'αυτούς αγόρι μου. Για εμάς το κάνουμε.»
«Αλήθεια με τους Βαλλυράκιδες είμαστε ακόμα σε έχθρα;» Τραβάει την προσοχή όλων ο Μίνως.
«Ποτέ δεν ήμασταν σε έχθρα αγόρι μου. Από εκείνο το φονικό που είχε γίνει τότε με τον παππού του Μανώλη τον Ηράκλη, το δέσανε ότι φταίμε εμείς και οι Ροκάκηδες. Γιατί ο παππούς μου είχε πιαστεί στα χέρια με τον γέρο Ροκάκη πάνω σε μια διαφωνία για ένα κτήμα, και η μαχαιριά προοριζόταν για τον Ροκάκη. Αλλά ο συγχωρημένος ο Ηράκλης πήγε να μπει στη μέση, και την έφαγε εκείνος. Τα παιδιά του ποτέ δεν μας κατηγόρησαν. Ούτε εμάς. Ούτε τους Ροκάκηδες. Αλλά η Χρύσα είχε αδυναμία στον πεθερό της. Της φέρθηκε σαν τον πατέρα που ποτέ δεν είχε. Και αυτό το μίσος για εμάς και αυτούς, το μετέδωσε και στον γιό της τον Γιάννη. Ο άλλος της γιος ο Μιλτιάδης δεν έχει κανένα θέμα μαζί μας. Ίσα Ίσα. Όταν παντρεύτηκα την μάνα σου θέλησε να γίνει και κουμπάρος μας. Φυσικά εγώ δεν το δέχτηκα για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.»
«Μάλιστα!» Αποκρίνεται σιωπηλός.«Πάντως εγώ πρέπει να την είδα την Μαργαρώ όταν ερχόμουνα στον δρόμο από μακριά. Δεν έπρεπε να είναι εκεί να βοηθήσει με τα μαγειρέματα;»
«Ααα μπαα! Η Ισμήνη είναι αριστοκράτισσα!» Χλευάζει η Δέσποινα.«Τι νομίζεις αυτή θα μαγειρέψει; Τα δουλικά. Αυτή θα κάθεται πάνω από τα κεφάλια τους να δίνει οδηγίες.»
Ο Κωσταντής σε μια προσπάθεια του να πάρει το μπολ δίπλα από την πιατέλα με τις μαραθόπιτες, για να βάλει λίγη σαλάτα στον αδελφό του, ρίχνει ολόκληρο το μπουκάλι κρασί που βρίσκεται μπροστά του, στα πόδια του Μίνου. Όλοι τινάζονται όρθιοι από τις καρέκλες τους μόλις βλέπουν ένα μικρό χείμαρρο να αναβλύζει πάνω στο δαντελωτό τραπεζομάντιλο της Δέσποινας, και να καταλήγει στα πόδια του Μίνου.«Φύγετε. Θα τα καθαρίσω όλα εγώ.» Βουτάει μια πετσέτα στον σιδερένιο κουβά της και την ρίχνει στο πάτωμα ξανά και ξανά.
«Θάλασσα τα έκανες πάλι.» Δίνει ένα ελαφρό χαστούκι ο Αποστόλης στον Κωσταντή
«Σιγά μωρέ Αποστόλη. Γούρι είναι.» Απολογείται ντροπιασμένος.
«Πηγαίνετε μέσα εσείς να δείτε τι θα φορέσετε. Και αυτοί τελευταία στιγμή μας το ανακοίνωσαν.» Πετάει με δύναμη την πετσέτα της στο πάτωμα.
«Καλά λέει η μάνα σας. Δεν μπορούμε να πάμε όπως κι όπως. Όλη αφρόκρεμα της Κρήτης θα είναι μαζεμένη.»

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now