Μέρος 16ο

117 9 0
                                    

Η Σοφία από το χθεσινό βράδυ δεν είχε βγάλει μιλιά. Μόνο δάκρυζε. Καθόταν θλιμμένη κοιτώντας στο κενό. Όλα τα όνειρα που είχε κάνει για τον Μίνο και για εκείνη... είχαν καταστραφεί! Καυγάδισε άσχημα για πρώτη φορά με τον πατέρα της. Της εξέφρασε ελεύθερα όλες τις υποψίες του για τυχόν κρυφή σχέση ανάμεσα τους. Η γιαγιά της έγινε άγριο θεριό. Αλλά ο πιο έξαλλος εκείνη τη φορά, ήταν ο πατέρας της! Ζήτησε να την κλειδώσουν στο δωμάτιο της για τις επόμενες έξι μέρες. «Δεν χρειάζεται!!!» Του είπε εκείνη γεμάτη οργή.«Θα το έκανα και μόνη μου!» Και έτρεξε στο δωμάτιο της. Ήθελε να ανεβεί επάνω και να την πλακώσει στο ξύλο που τόλμησε να του βγάλει τέτοια γλώσσα. Πάλι καλά που ήταν εκεί γύρω ο Γιάννης με την Μαργαρώ για να ηρεμούν την κατάσταση.

«Και εσύ βρε παιδί μου ήταν ανάγκη να το πεις μπροστά σε όλο τον κόσμο! Τώρα μας έχει πιάσει όλο το χωριό στο στόμα του πριν καν τους αρραβωνιάσουμε!» Έλεγε συμφοριασμένη η Μαργαρώ.
«Δώσαμε λόγο Μαργαρώ! Όσο για τους αρραβώνες, μέχρι το τέλος του μήνα θα έχουν γίνει! Πείσε την κόρη σου να ξυπνήσει και καταλάβει την τύχη της.
«Να με συμπαθάς, αλλά αυτά είναι δικά σου σενάρια! Το παιδί δεν έχει κάνει τίποτα.»

Έπαιρνε το μέρος της κόρης της. Παρόλο που ήξερε ότι τον τελευταίο καιρό κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβλεπε μερικά σημάδια που τα είχε και εκείνη όταν τα πρώτο έφτιαξε με τον Μανώλη. Αλλά δεν μπορούσε να πάει το μυαλό της με ποιον θα μπορούσε να είναι ερωτευμένη η Σοφία. Που να ήξερε ότι ο λεγάμενος θα ήταν το κόκκινο πανί για τον άντρα της!

«Ε δεν θα του μπήκαν και άδικα οι υποψίες!» Είπε η Χρύσα υπερασπίζοντας τον γιο της που προσπαθούσαν να τον βγάλουν τρελό τόση ώρα.
«Γιαγιά τώρα τι θες και εσύ; Τους είδες με τα μάτια σου και την κατηγορείς κι άδικα;»
«Όχι δεν τους είδε! Μαζί όμως ήμασταν όταν ο Αντώνης μας είπε ότι την είχε στριμώξει σε μια γωνία, κι ύστερα τους είδα κι εγώ μέσα να κοιτάζονται σαν τα πιτσουνάκια!» Χτυπούσε τα χέρια του στις τσέπες του.

Όλα γυρνούσαν στο μυαλό της Σοφίας. Δεν μπορούσε να καταπιεί το ότι την υποχρέωναν να παντρευτεί κάποιον με το ζόρι. Δεν μπορεί η οικογένεια της να πιστεύει ότι η ευτυχία κρύβεται στα λεφτά. «Πονάω και μόνο στην προσπαθεί αντίληψης του γεγονότος.» Έλεγε από μέσα της και ερχόταν δάκρυα στα μάτια της.

Ξαφνικά άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα του σπιτιού. Η μητέρα της πήγε να ανοίξει. Ήταν η Ιωάννα. Η φίλη της. Είχε πάει για να της φέρει γλυκό κεράσι που ήταν το αγαπημένο της και να μάθει τα νέα για τον γάμο της ξαδέλφης της.

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Donde viven las historias. Descúbrelo ahora