Μέρος 1ο

332 16 0
                                    

Ο Στρατής στέκεται επι ώρα μπροστά στο παράθυρο του καφενείου προσπαθώντας να αναγνωρίσει τον μεγαλόσωμο νεαρό, που κατευθύνεται προς στην πλατεία του χωριού με τις αποσκευές στο χέρι φορώντας στρατιωτική στολή. Όσο όμως προσπαθεί να ανοίξει περισσότερο τα μάτια του για να δει καλύτερα, αλλά τόσο οι ακτίνες του ήλιου χτυπάνε έντονες στο τζαμί του παραθύρου θαμπό νοώντας τον, με αποτέλεσμα τα μάτια του να δακρύζουν συνεχώς. Στο μυαλό του τριβελίζει μια σκέψη για την μορφή του αγνώστου άντρα, αλλά δεν μπορεί να στηριχτεί στις σκέψεις του.

Κάποια στιγμή μετά από ώρα, τον βλέπει να πλησιάζει προς το μέρος του, και συγκεκριμένα να περνάει έξω από την πόρτα του μαγαζιού. Τώρα πια είναι σίγουρος ότι είναι εκείνος που μόλις πριν λίγα λεπτά είχε περάσει από τον νου του. «Αυτός είναι μωρέ! Ο μεγάλος γιος του Νεοκλή. Ο Μίνως!» Ένας μορφασμός έκπληξης σχηματίζεται στο βλέμμα του. Σαν να μη μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει.

Με τρεις δρασκελιές τον φτάνει.« Μίνω!!! Καλώς ξανάρθες στο χωριό μας!!!» Του φώναξε με ένα χαμόγελο που φτάνει μέχρι τα αυτιά του.

Ο μεγαλόσωμος νεαρός με τα όμορφα αμυγδαλωτά μάτια, γυρνάει προς το μέρος του και τον αντικρίζει ανταποδίδοντας του, το εύθυμο αυτό χαμόγελο. «Καλώς σας βρήκα κυρ'Στρατή!»

Η Μαρίκα που ήταν μια από τις μεγαλυτερες προξενήτρες της περιοχής,είχε βγει για να αγοράσει ψωμί για το κυριακάτικο τραπέζι, και παρακολουθούσε και εκείνη ώρα τον νεαρό. Όταν τον είδε να μιλάει με τον Στρατή που είχε το καφενείο, επιβεβαιώθηκε για το ποιος ήταν.

Με δυό βήματα, βρέθηκε μπροστά τους.
«Μίνω!» Γούρλωσε τα μάτια της, με μια δύσπιστη φωνή.«Να σε χαρώ. Εσύ είσαι;» Στο πρόσωπο της τώρα εκτός από μια παραξενιά, δημιουργείται και μια έκφραση δέους. «Ιντά γίνε; Απολύθηκες από τον στρατό;»
«Εγώ είμαι κυρά Μαρίκα! Και όπως πολύ σωστά είπες απολύθηκα και γύρισα στο χωριό μου!»
«Μπράβο! Μπράβο! Η μάνα σου το ξέρει;»
«Φυσικά και όχι. Θέλησα να τους κάνω έκπληξη.»
«Καλά έκανες λεβέντη μου. Να ξέρεις πως η μάνα σου, μέρες τώρα σου ετοιμάζει προξενιό!»

Το βλέμμα του Μίνου παγώνει.«Προξενιό;» Λέει με υψηλό τόνο.Η Μαρίκα όμως δεν φαίνεται να έχει θορυβηθεί από την στάση που πήρε μόλις το άκουσε.«Αμέ! Με μια από τις πιο καλές κοπέλες του χωριού κιόλας.» Συνεχίζει με καμάρι τα λεγόμενα της.
Ο Στρατής κατάλαβε αμέσως από τον τόνο του Μίνου πως τα όσα είχε ακούσει εκείνη την στιγμή δεν του φάνηκαν και τόσο ωραία. «Αμάν μωρέ Μαρίκα! Ακόμα δεν ήρθε το κοπέλι να το σκλαβώσεις θες;» Σπεύδει να μιλήσει για να απαλύνει την κατάσταση.
«Νοικοκυριό είναι ο γάμος. Όχι σκλαβιά.»Του απάντησε με ένα ειρωνικό ύφος.
«Η μάνα μου να κάτσει στα αυγά της. Εγώ με προξενιό δεν παντρεύομαι!Εγώ θα διαλέξω μόνος μου ποια θα πάρω στον πλευρό μου!!!» Ο τόνος του γίνεται ολοένα και ψιλότερος.
Έντρομη η Μαρίκα βιάζεται να απολογηθεί.«Ναι ναι παλικάρι μου! Εσύ ξέρεις καλύτερα.» Νιώθοντας ντροπιασμένη, αποχαιρετά τους δυο άντρες και το βάζει στα πόδια.

«Δόξα τον Θεό έφυγε» ξεφυσάει ανακουφισμένος ο Στρατής.
«Γιάντα ξεφυσάς ανακουφισμένος;» Τον ρωτάει απορημένος ο Μίνος.
«Το ρωτάς; Από τις μεγαλύτερες κουτσομπόλες του χωριού. Πάλι καλά που δεν σε ρώτησε τίποτα και για την φαμίλια σου.»
«Τίποτα δεν άλλαξε δηλαδή τρία χρόνια Που έλειπα. »

Γνέφει καταφατικά ο Στρατής.«Τίποτα! Θα'ρθείς μωρέ να πιεις μια ράκη;»
«Αργότερα θα περάσω με τα αδέρφια μου. Άντε φεύγω τώρα.» Μετράει μια μια τις ώρες που θα βρεθεί κοντά στην οικογένεια του.
«Ότι θες παλικάρι μου. Άντε σε χαιρετώ.»

Μετά την συζήτηση των δυο αντρών, ο Μίνος κατηφορίζει προς το στενό που φτάνει στο σπίτι του.ενώ ο Στρατής μπαίνει μες στο μαγαζί του να συνεχίσει τις δουλειές που έκανε πριν εμφανιστεί ο Μίνος.«Βρε τον Μίνο. Σωστό κοπέλι έγινε!» Μουρμουρίζει

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now