Μέρος 8ο

128 9 0
                                    

Άνθισαν και τα σύκα. Το μαγικό βιολετί χρώμα τους κάνει την Σοφία να αναλογιστεί. «Μήπως τελικά να φορέσω βιολετί φουστάνι στον γάμο;» Με το μικρό κοπίδι που κρατάει στα χέρια της κόβει ένα ολόκληρο κλωνάρι και επιλέγει ένα ένα τα καλά από τα σάπια για να τα βάλει στο καλαθάκι της. Σκέφτεται να κάνει γλυκό σύκο. Που είναι και το αγαπημένο της γιαγιάς της. Μπας και το φάει και γλυκαθεί λίγο το στόμα της.

Στο μεταξύ ακούγονται βήματα από ένα άλογο που καλπάζει. Φαίνεται μια αντρική φιγούρα. Θα είναι αγενής όμως αν πλησιάσει για να δει ποιος είναι.

Τα βήματα του αλόγου γίνονται όλο και πιο αργά. Αρχίζουν να κατευθείνονται προς το μέρος της. Τώρα πια βλέπει ολοφάνερα ποιος είναι. Ο Μίνος. Ίδιος ο Αη Γιώργης ο καβαλάρης. Νιώθει ένα τσίμπημα στην καρδιά της. Πόσο θα ήθελε να πατάξει το καλάθι από τα χέρια της και να χωθεί στην αγκαλιά του. Όταν πλησιάζει τελείως κοντά της, νιώθει τα γόνατα της παράλυτα. Θέλει να το βάλει στα πόδια και να αρχίσει να τρέχει μα δεν μπορεί. Πεθαίνει για μια του λέξη.

«Καλημέρα!» Λέει χαϊδεύοντας το άλογο για να το ξεκουράσει.
«Κα... Καλημέρα!» Απαντάει εκείνη σχεδόν μέσα από τα δόντια της.

Μόλις τον βλέπει να κάνει κίνηση να κατέβει από το άλογο για να την πλησιάσει, αρχίζει να τρέχει όσο πιο μακριά γίνεται. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει. Αφού έχει αρχίσει να τρέχει και εκείνος πίσω της.
«Στάσου... Σοφία!!! Περίμενε!!!» Προσπαθεί να την πιάσει μα εκείνη τρέχει όλο και πιο γρήγορα.

Στο τέλος σκοντάφτει και πέφτει πάνω σε μια πέτρα. Το γόνατο της γεμίζει όλο αίματα

«Είσαι καλά;;;» Την ρωτάει τρομαγμένος μόλις αντικρίζει το ματωμένο γόνατο της.
«Καλά είμαι...» Προσπαθεί να σηκωθεί αλλά ο πόνος την ρίχνει πάλι πίσω.

Την σηκώνει στα χέρια του, και την κατευθύνει προς το μέρος που ήταν πριν με το άλογο. «Γατζώσου στην πλάτη μου γιατί σε βλέπω να ξανά πέφτεις.» Της λέει για αστείο.

Μόλις φτάνουν, την αφήνει κάτω στο έδαφος και τυλίγει ένα άσπρο μαντίλι γύρω από το γόνατο της.
«Δεν είναι τίποτα!» Την καθησυχάζει. «Μέχρι μεθαύριο θα είσαι περδίκι!»
«Δεν έπρεπε να τυλίξεις το γόνατο μου με αυτό το μαντίλι. Το αίμα είναι δύσκολος λεκές. Και το μαντίλι σου είναι πολύ ωραίο. Έχει και κέντημα από χρυσό κλωστή.» Δεν σταματάει να το κοιτάει.
«Θα αρχίσω να ζηλεύω σε λίγο.»
«Γιατί;»
«Γιατί τα μάτια σου πέφτουν περισσότερο στο μαντήλι παρά σε μένα.» Της σηκώνει το σαγόνι και την φιλάει με πάθος. Προσπαθεί να ξεφύγει από τα χέρια του, μα την σφίγγει όλο και πιο δυνατά. Στο τέλος καταφέρνει και ξεγλιστράει.
«Θα μας πάρει κανένα μάτι!» Κοιτάει δεξιά και αριστερά για να δει ότι δεν είναι κανείς.
«Ποιος να μας δει εδώ που είμαστε;» Την ξανά αρπάζει αλλά εκείνη του δίνει μια δυνατή αγκωνιά. «Είναι λάθος αυτό που πάμε να κάνουμε! Ο πατέρας μου θα μας σφάξει και τους δύο. Και καλά εγώ. Άντε είμαι κόρη του μπορεί και να γλιτώσω... εσύ όμως; Θα σε σκοτώσει Μίνο αν το μάθει! Πίστεψε με! Θα σε σκοτώσει. Θα βρεθείτε εσύ στο χώμα και αυτός στην φυλακή!» Τα μάτια της βουρκώνουν. Τώρα είναι στα αλήθεια που θέλει να πέσει στην αγκαλιά του.

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now