Μέρος 12ο

129 8 0
                                    

«Είσαι σίγουρος μωρέ Λευτέρη;» Παράξενα ακούγονται στον Νεοκλή τα όσα ακουσα για τον γιο του. Μα αυτός τρέχει όλη μέρα για το βιός τους. Πότε πρόλαβε και πήγε να συναντήσει και αγαπητικιά;
«Βέβαια δεν πρόλαβα να αναγνωρίσω ποια ήταν η κοπελιά μαζί του. Είμαι σίγουρος όμως ότι είναι από καλή οικογένεια. Και μόνο από το φουστάνι της, μου φάνηκε αρχοντόπουλα λιγερή.»
«Αρχοντοπούλες δεν έχουμε και πολλές στο χωριό μας εξάδελφε! Πόσες να ναι; Η Ρηνιώ η κόρη του Σταμάτη που έχει ένα ζαχαροπλαστείο εδώ, ένα στο Ηράκλειο ένα στο Ρέθυμνο και δυό στη Θεσσαλονίκη, που είναι λογοδοσμένη από ότι λένε με τον γιο του Αγριμάκη. Η Αμαλία η κόρη του  Σηφογιαννάκη που έχουν το κοσμηματοπωλείο στη Πλάκα, και έχει την Θεία την τρελή, που θα την γεροκομήσει από ότι λένε, αυτή και αν αποκλείεται. Η κόρη του Βαλυράκη που δεν χρειάζεται να την αναφέρω καν.»
«Την θειά θα πάρει μωρέ ξάδελφε; Η την ανιψιά;» Τον κοιτάζει με έναν δισταγμό. Η Αμαλία, αν και από εύπορη οικογένεια ήταν κάπως πιο χυμώδης. Η κοπέλα που διέκρινε μέσα από τους θάμνους φαινόταν φιγουρίνι.

Τα μάτια του πέφτουν ασυναίσθητα πάνω στο τζάμι. Προς έκπληξη του βλέπει τον Μίνο να αφήνει το άλογο του μέσα στον στάβλο, και να προχωράει προς την αυλή του σπιτιού.

«Ήρθε ο γιος σου» Ρουφάει και την τελευταία γουλιά του καφέ.
«Λευτέρη! Κοιτα μη πεις τίποτα σε κανένα καφενείο, και μας κρεμάσουν τα κουδούνια, γιατί από το στόμα την καλημέρα, δεν θα την ξανά ακούσεις!» Τον προειδοποιεί.

«Καλησπέρα σας. Καλώς μας ήρθες μπάρμπα!» Προσπαθεί να το παίξει κεφάτος αλλά κάνει μια αναστροφή για να φύγει.
«Που ήσουν τόσες ώρες Μίνο;» Ρωτάει ο πατέρας του και κάνει νόημα στον Λευτέρη να μη πει τίποτα.
«Στο... στο αμπέλι μωρέ... δεν με είχε στείλει ο Αποστολής;» Χαμηλώνει λίγο το κεφάλι του. Ποτέ δεν του άρεσε να κοροϊδεύει τον πατέρα του.
«Στο αμπέλι. Καλά. Πήγαινε τώρα»

Ο Μίνος κλείστηκε αμεσως στο δωμάτιο του. Ήταν ήδη χαρούμενος που δεν ήταν υποχρεωμένος να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον θείο του. Άσε που του είχαν μπει και υποψίες ότι μπορεί να τα γνώριζε όλα για ρο συμβάν που έγινε πριν και να προσποιούνταν ότι όλα είναι εντάξει.

«Που λες ξάδελφε, χθες με βρήκε ο Καλουφάκης.»
«Ο Γιάκωβος; Ιντά θέλει αυτός μωρέ;»
«Μου πρότεινε προξενιό με τον παλικαρά μας.»
«Τον Κωσταντή;»
«Ποιον Κωσταντή; Ο Κωσταντής είναι μικρός. Τον Μίνο!»

Το είπε τόσο δυνατά, που ανήσυχος ο Μίνος μήπως λέει κάτι για εκείνον και για την Σοφία, κόλλησε το αυτί του στην πόρτα του δωματίου, για να ακουσει καλύτερα.

«Τον Μίνο;» Είπε κάπως διστακτικά ο Νεοκλής.
«Μάλιστα! Τον Μίνο. Εδώ που τα λέμε ξάδελφε... εσύ στην ηλικία του είχες δυό παιδιά!»
«Ναι. Ενώ εσύ παραμύθιαζες την Σεβαστή. Απορώ ακόμα πως γλύτωσες από τα χέρια του πατέρα της....»

Ξαφνικά ακούγεται ένα βάζο να σπάει. Μάλλον κάποιος έκανε ζημιά. Και οι δύο άντρες  κατευθύνονται προς την κουζίνα που είναι η Δέσποινα, να δουν είναι όλα Καλά. Που να ήξεραν όμως... ότι η ζημιά ακούστηκε από το δωμάτιο του Μίνου, ο οποίος όσο ήταν μέσα στο δωμάτιο του κρυφάκουγε την συζήτηση των δυο αντρών και πάνω στην απροσεξία του σκόνταψε στο κομοδίνο που είναι δίπλα στην πόρτα με αποτέλεσμα να κατρακυλήσει το βάζο και να γίνει θρύψαλα. Δεν φαίνεται όμως να τον νοιάζει και ιδιαίτερα.

«Δεν μας έφτανε η μάνα... έχουμε και τον πατέρα τώρα! Άρε καταραμένη Ανθή! Τι μου κάνεις!!!» Λέει από μέσα του.....

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now