Μέρος 4ο

206 14 0
                                    

Η νύχτα έχει πέσει για τα καλά.Οι πρώτοι καλεσμένοι έχουν αρχίσει ήδη να φτάνουν. Ανάμεσα τους και ο κοινοτάρχης του χωριού ο Κατσιγιάννης, μαζί με την γυναίκα του την Άννα.«Το καλύτερο κοπέλι του Ηρακλείου παίρνει η θυγατέρα σου Μιλτιάδη.»
«Καλό αλλά άμυαλο.» Κουνάει το κεφάλι του δύσφορος.
«Του τα πήρε τα μυαλά η κόρη σου Μιλτιάδη.» Ξεσπάει σε ένα ξεκαρδιστικό γέλιο η Άννα.
«Και δεν ζητούσαμε καλύτερα ένα τσουβάλι λίρες; Να τος ο γαμπρός σου με τα συμπεθέρια σου Μιλτιάδη. Καταφθάνει.» Δείχνει με το δάχτυλο του προς το μέρος της αυλόπορτας.

Στην είσοδο εμφανίζεται ένας νεαρός συνοδευόμενος από την μητέρα του, του οποίου το μαύρο κουστούμι με την κόκκινη γραβάτα, έρχεται να ταιριάξει γάντι με το κόκκινο του ροδιού φουστάνι της μητέρας του.«Καλά καλά μας κοιτάζουν όλοι. Σαν να βλέπουν κανένα φάντασμα.» Ψελίζει
«Πως να μη μας κοιτάζουν ρε μάνα που αντί να σε συνοδέψει ο πατέρας σε φέρνω εγώ;» Της ρίχνει ένα άγριο βλέμμα.
«Δεν θα περιμένω τον πατέρα σου να παρκάρει το αυτοκίνητο μια ώρα! Άσε που με θύμωσε με το κουστούμι που επέλεξε να βάλει λες και είμαστε τίποτα παρακατιανοί.»
«Σιγά ρε μάνα. Ωραιότατο γκρι κουστούμι
έβαλε ο άνθρωπος. Τι ήθελες να βάλει; Αραββώνα κάνουμε, όχι γάμο.»
«Ακούς τι λες;;;» Ο τόνος της φωνής της τραβάει ακόμα περισσότερο την προσοχή των άλλων.
«Μη φωνάζεις ρε μάνα!» Ψιθυρίζει και κοιτάει τον κόσμο με ένα ευδιάθετο χαμόγελο για να δείξει ότι δεν έγινε τίποτα.
«Έχεις καταλάβει με ποιους πάμε να συγγενέψουμε; Οι Βαλυράκηδες δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι Σπύρο. Ειδικά αυτή η πεθερά της Ισμήνης η Χρύσα. Ίσως και να μας συμφέρει που δεν τα πάνε και πολύ καλά.» Αναστενάζει.
«Γι'αυτό πρόσεχε τι λες μπροστά της. Δεν θέλει και πολύ να μας πάρει με άγριο μάτι.»

Πλησιάζουν προς το μέρος του Μιλτιάδη και του κοινοτάρχη. Πρώτοι γαμπρός με πεθερό αγκαλιάζονται.«Καλώς ήρθες γιε μου!» Φιλάει το χέρι της μητέρας του, της Μυρτώς.
«Καλώς σας βρήκα πατέρα!» Αλαφρογελά
«Ο συμπέθερος που είναι;» Ρίχνει μια γρήγορα μάτια σε όλον τον κήπο, μήπως και τον εντοπίσει.
«Παρκάρει το αυτοκίνητο και έρχεται!»
«Καταφωνή!»

Ένας εκλεπτυσμένα ντυμένος κύριος, φαίνεται να καταφθάνει από την είσοδο, Χαιρετώντας φιλικά τον κόσμο.
«Καλώς όρισες συμπέθερε!» Του σφίγγει πρόσχαρα το χέρι ο Μιλτιάδης.
«Καλώς σας βρήκα Μιλτιάδη!» Στρέφει το βλέμμα του προς την γυναίκα του που τον κοιτάζει κατσούφικα, και αμέσως προς τον συμπέθερο του ξανά.

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now