Μέρος 9ο

123 10 0
                                    

«Άντε Σοφία! Εσένα περιμένουμε. Που είσαι τόσες ώρες;» Ρωτάει η μάνα της καθώς της ανοίγει την πόρτα να περάσει μέσα.
«Είχα πάει να μαζέψω σύκα. Γιατί με περιμένατε;» Αφήνει το καλάθι στο τραπέζι και προχωράει προς τα μέσα.
«Έχει έρθει η Θεια σου μαζί με την ξαδέλφη σου να κάνουμε πρόβα για το νυφικό!» Λέει γεμάτη χαρά.
«Μα στο Ηράκλειο δεν το ράψαν το νυφικό;»
«Στο Ηράκλειο το ράψαν. Αλλά αφού η γιαγιά σου δεν καταδέχεται να πάει στο σπίτι τους να το δει, είπαν να το φέρουν εδώ να το δοκιμάσει.» Λέει σιγανά.
«Καλά έκαναν. Που είναι τώρα;»
«Επάνω στη κρεβατοκάμαρα. Άντε πήγαινε να την δεις!»

Τρέχει στις σκάλες γεμάτη περιέργεια και ανυπομονησία. Το όνειρο της ξάδελφης της και το δικό της από παιδιά ακόμα, ήταν ο γάμος. Σε τόσους γάμους είχανε τρέξει με τις οικογένεια τους. Κάθε φορά που έβλεπαν την όμορφη νύφη στολισμένη στα άσπρα, λαχταρούσαν από μέσα τους πότε θα έρθει και η δίκη τους σειρά. Κι από ότι φαίνεται... της μιας τουλάχιστον ήρθε.

Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει με φορά στο δωμάτιο.«Ξαδέλφηηηηη!!!» Αναφωνεί γεμάτη ενθουσιασμό. Ποσο όμορφη φαίνεται εκεί δίπλα στον καθρέπτη με την γιαγιά τους από πάνω της να της φτιάχνει το πέπλο. Σαν πριγκίπισσα. Λες και θα παντρευόταν κανένα Δούκα η κανένα κόμη. Όχι τον Σπύρο τον λαδέμπορα.

«Αμάν βρε Σοφία μας τρόμαξες!» Λέει με κομμένη ανάσα.
«Σιγά που σας τρόμαξα.»
« Ε πως; Άμα έμπαινε ο πατέρας σου η ο αδελφός σου; Είναι μεγάλη γρουσουζιά άντρας να δει το νυφικό πριν τον γάμο!»
«Και εμείς τι κάνουμε εδώ;» Ξανά μπαίνει και η Μαργαρώ μέσα στο δωμάτιο.
«Είσαι πανέμορφη!» Λέει η Σοφία γεμάτη συγκίνηση.
«Σε ευχαριστώ Σοφάκι μου! Και στα δικά σου! Εύχομαι να έρθει σύντομα αυτή η ώρα! Ναι;» Της χαμογελάει τρυφερά.
«Ναι...» Της απαντάει εκείνη σκύβοντας το κεφάλι.
«Εμένα πάντως κάτι πήρε το αυτί μου για προξενιό!» Πετάγεται η Χρύσα που άκουγε τόση ώρα τις δυο εγγονές της να ανταλάσσουν καλοσύνες η μια στην άλλη.
«Τι προξενιό;» Απορεί η Σοφία.
«Πριν που πέρασα από τα χωράφια μας να πάω φαί στους εργάτες, ο πατέρας σου μου είπε ότι το πρωί μίλησε με τον Διαμαντή τον Δαγκανάλη. Ο μικρός ο γιος του ο Αντώνης, ζήτησε το χέρι σου!» Το χαμόγελο της φτάνει μέχρι τα αυτιά. Μπορεί να μαλώνανε καμία φορά, αλλά της είχε αδυναμία. Περίμενε την μέρα που θα ντυνόταν νύφη άλλο τόσο όσο και αυτή.

Η χαρά σκορπίζεται και στο πρόσωπο των υπολοίπων γυναικών. Κυρίως στης Μαργαρώ. Με Σε όλων... εκτός από την Σοφία...

«Τι;» Πιάνεται από το κάγκελο του κρεβατιού για να μη σοριαστεί κάτω.
«Θα πρέπει να πατάς από την χαρά σου. Σπανίζουν κοπέλια σαν τον Αντώνη! Και εκείνος είναι τελείως διαφορετικός από τον αδελφό του!» Της χαϊδεύει το κεφάλι η μητέρα
της.
«Μα εγώ δεν τον θέλω αυτόν για άντρα μου μάνα!» Της πιάνει τα χέρια με τα σχεδόν βουρκωμένα μάτια της.
«Κουζουλαθηκες; Ξέρεις τι προίκα θα έχει αυτός; Τι κτήματα;» Λέει απογοητευμένη με την αντίδραση της εγγονής της η Χρύσα.
«Δεν θα στεφανωθώ τα κτήματα γιαγιά! Τον Αντώνη θα στεφανωθώ!» Της ανταποκρίνεται γεμάτη ειρωνία.
«Ας μη την πιέζουμε! Δεν την πήραν δα και τα χρόνια. Όταν έρθει η ώρα της θα αποφασίσει από μόνη της τον εκλεκτό της καρδιάς της.» Προσπαθεί να απαλύνει την κατάσταση η Μαρία. Ξέρει ότι η καρδιά της ξαδέλφης της είχε χτυπήσει για άλλον χρόνια τώρα. Και ήξερε και για ποιον. Υπολόγιζε όμως, ότι από τότε που ο Μίνος πήγε στον στρατό και δεν θα τον έβλεπε τόσο συχνά, θα της πέρναγε.
«Κουζουλάθηκες και εσύ Μαρία; Και αν χτυπήσει για κανένα φούρναρη η για κανένα γαλατά, να την δώσουμε στον γαλατά;» Αρχίζει σιγά σιγά να χάνει την ψυχραιμία της και πάλι.
«Ναι γιαγιά μου! Στον γαλατά! Και ο πατέρας σου γαλατάς δεν ήταν όταν σε αγάπησε ο παππούς μου;» Λέει όλο θάρρος η Σοφία. Ποτέ ξανά δεν της αντιμίλησε ούτε της πήγε κόντρα τόσο πολύ.

Η Χρύσα όμως δεν είναι από τις γυναίκες που τρώνε τέτοιες συμπεριφορές. Σηκώνει το χέρι της έτοιμη να την ξανά χαστουκίσει όμως προλαβαίνει και μπαίνει στη μέση η Μαργαρώ.

«Έτσι και μου ξανά μιλήσεις έτσι δεν θα ξέρεις που σε πονεί και που σε δέρνει! Παρά πήρες θάρρος εδώ μέσα!!! Θα πάρεις τον γιο του Δαγκανάλη θες δεν θες. Αύριο το πρωί κιόλας θα πάμε στην Ανέζω να ράψουμε καινούριο φουστάνι για τους αρραβώνες σας!» Τα μάτια της πετάνε σπίθες. Όσο τρελή και αν είναι, πρώτη φορά έγινε τόσο απειλητική. Ακόμα και η Ισμήνη που δεν την είχε σε πολύ εκτίμηση και δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά, έμεινε να την κοιτάει εκεί κοκαλωμένη και τρομαγμένη στην θέση της, ευχαριστώντας χίλιες φορές τον Θεό που δεν την είχανε να μένει μαζί τους.

Το σ'αγαπώ μου φυλαχτό Where stories live. Discover now