XLIV Αιμάτινος Ποταμός

242 17 162
                                    

Μπορεί στην πλευρά που πολεμούσε ο Αχιλλέας να επικρατούσε χαλασμός και τεράστια σφαγή Τρώων και συμμάχων, αλλά στην πλευρά όπου απίθωσε τον Έκτορα ο Απόλλων, κοντά στην όχθη του Ξάνθου ποταμού, γιού του Δία, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Εκεί, ο πρωτότοκος της Εκάβης έσπερνε τρόμο στους Αχαιούς, με λύσσα φοβερή, ανείπωτη οργή και μένος που ξεσπούσαν καθολικά. Αφενός, με κλέφτες ματιές στο Ίλιον, ένιωθε το βάρος της ευθύνης, το μέγα καθήκον της υπεράσπισης των πατρογονικών του εδαφών, της οικογένειας, του λαού του. Αφετέρου, έβλεπε την αστραφτερή, ξεχωριστή από όλες πανοπλία του Πηλείδη μακρόθεν κι αισθανόταν τη δίψα για δόξα, τη λαχτάρα να σκοτώσει τη μεγαλύτερη απειλή των Δαναών, τον πιο τρομακτικό εφιάλτη των στρατιωτών του, να ελαφρύνει την πόλη του από ένα βραχνά, ένα βάρος ασήκωτο. Έτσι, λοιπόν, με μάτια που έσταζαν αίμα κι όπλα στην επίθεση, σκορπούσε τις γραμμές των Αργείων ωσάν περιστέρια κι ο Μενέλαος με τον Ιδομενέα δεν μπορούσαν να τους συγκρατήσουν.

Η Ήρα, όμως, που επόπτευε τη συμπλοκή εκείνη, διατάζοντας τον άνεμο, σήκωνε ομίχλη, για να μη φεύγουν μακριά οι στρατιώτες. Τους κρατούσε όσο πιο συσπειρωμένους μπορούσε, ίδρωνε στην προσπάθεια, πάλευε με τον ίδιο της τον κόπο και δάκρυζε αλλά δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια. Κανέναν σκοπό ποτέ της δεν είχε αφήσει, εκτός κι αν αναγκαζόταν από βίαια ανώτερη και σαρωτική. Θλιβόταν η Ολυμπία Μητέρα, γιατί μερικοί ξέφευγαν της προστασίας της, παρασύρονταν από την οχλαγωγία, την παραζάλη και τον χαλασμό κι έπεφταν στο νερό του Σκαμάνδρου. Στο ασημένιο, τρίσβαθο ρέμα βυθίζονταν με τις βαριές πανοπλίες και βροντούσαν, πάφλαζαν δυνατά, ώστε τα ρείθρα ελευθέρωναν βοή, οι ακροποταμιές αχούσαν, όχι μόνο επειδή δέχονταν αναπάντεχους ζωντανούς νεκρούς αλλά κι αφού γίνονταν μάρτυρες αγώνα φοβερού, με αλαλαγμούς απίστευτους. Άφριζαν τα γλυκά νερά, ούρλιαζαν θαρρείς από φρίκη. 

«Θα πάω εγώ να τον πολεμήσω, δε γίνεται να μας διαλύει έτσι!» Αναφώνησε έξαλλος ο Μενέλαος, έτοιμος να βγει στην πρώτη γραμμή.

«Παλάβωσες εντελώς;» Τον γράπωσε από τους ώμους ο Ιδομενέας στιβαρά. «Τι θαρρείς; Ότι θα σε φοβηθεί ο Έκτωρ και δε θα σε σφάξει; Θα μείνεις εδώ, Ατρείδη! Δεν έχεις αναλογιστεί ποτέ ότι αν χαθείς εσύ, θα χαθεί κι ο Πόλεμος; Για ποιού το δίκιο θα πολεμάμε, αν σκοτωθείς; Ποιός θα ζητά πίσω την Ελένη; Η κόρη σου, μήπως; Λογικέψου και κάθισε εδώ, προστατεύσου!»

Ο Μενέλαος, πάλι, χωρίς καμία θέληση για δειλίες, δεν έβρισκε ησυχία και βάδιζε αδιάκοπα πέρα δώθε, μέχρι που αντίκρισε στο μέτωπο τους να πλησιάζει ο Αχιλλέας, ο ατέρμονος φονιάς.

Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα