ΧΧΧΙΙ Αλαζονική Κώφευση

353 21 277
  • Αφιερωμένο στον/ην zafi_INFP
                                    

Μέσα στην απόλυτη ζοφερότητα της νυχτιάς, αναδύθηκε από τον πάλευκο αφρό, με την άγρια ομορφιά και ζωώδη ορμή η Νηρηίδα Θέτιδα. Η πανίσχυρη Θεά, με την ικανότητα μεταμόρφωσης και την άπλετη επιρροή στον Όλυμπο, ξεπετάχτηκε από το γαλήνιο πέλαγος που κάποτε είχε γίνει ο υγρός τάφος του Αιγέα, γεμάτη χάρη μα και αγωνία, αιώνια ομορφιά αλλά ταραχή. Ερχόταν κατευθείαν από τις Μοίρες, τις σκοτεινές αδελφές που υποκρύπτονταν στις παρυφές του Ολύμπου, σε σπηλιά άρτια κρυμμένη, που ακόμη κι ορισμένοι αθάνατοι αγνοούσαν. Κόρες του Δία από τη δεύτερη γυναίκα του, την Τιτανίδα Θέμιδα, διέμεναν στη σπηλιά τους γαλήνια και δεν έφευγαν ποτέ, μονάχα δέχονταν επισκέπτες.

Η Θέτις, ως αθάνατη και θαλασσινή Θεά, είχε συναντήσει κι αντικρίσει με τα μάτια της παράδοξα πολλά, παράξενα, τερατώδη μα δεν είχε τρομάξει ποτέ· στη θέα των τριδύμων Θεών, που κρατούσαν στα χέρια και στις κλωστές τους τα πεπρωμένα των πάντων, η καρδιά της απρόθυμα πετάριζε από φόβο, δέος σκοτεινό.

Περνώντας την είσοδο της σπηλιάς τους, δεν είχε αργήσει να τις βρει, σχεδόν μέσα σε απόλυτη σιωπή που διακοπτόταν μονάχα από τις ανέμες, τα ψαλίδια ή τα φτερουγίσματα νυχτερίδων και φως λιγοστό, από κεριά αμυδρά, τρεμάμενα από τον παγερό αέρα, τα απειλούμενα από τις σταγόνες των σταλακτιτών. Η Κλωθώ στεκόταν εμπρός, μια φαινομενική έφηβη, με πρόσωπο καθάριο και μαλλιά ολόλευκα, σφίγγοντας την ανέμη της αγκαλιά σαν νεογέννητο κι έγνεθε τα νήματα με ζωηράδα ζηλευτή. Γεννιούνταν άνθρωποι στον κόσμο όλο κι εκείνη φρόντιζε τις πορείες των ζώων τους με ομαλότητα και ζέση, ψυχρή αποτελεσματικότητα και σχεδιασμό.

Στην απέναντι άκρη του κοιλώματος της σπηλιάς, κρατούσε η πυρρόξανθη Λάχεσις δική της ανέμη κι έμπλεκε σταθερά τις κλωστές, χωρίς ίχνος οίκτου ή συγκίνησης. Ανάλογα με τις κατευθύνσεις που τους προσέφερε, χαρίζονταν στους ανθρώπους συμφορές ή τύχες μεγαλειώδεις. Ανάμεσα στις κλωστές, ακούραστα όρθια κι αγέρωχη, κυκλοφορούσε άηχα η Άτροπος, με μαλλιά εβένινα κι ομορφιά ώριμη. Στα χλωμά της χέρια κρατούσε ένα μακρύ, ακονισμένο, κατάμαυρο ψαλίδι, με το οποίο έκρινε κι έκοβε τα νήματα, τερματίζοντας ζωές ανθρώπινες αυτοστιγμεί. Πίσω τους, μέσα στο συνονθύλευμα νημάτων που πλέκονταν γύρω λεπτά σαν υφασμένα από αράχνες κι έλαμπαν στο ελάχιστο φως, έχασκε το κάτοπτρο τους· η πύλη τους προς τη γη, μέσα από την οποία εμφανίζονταν στις μάνες την πρώτη νύχτα μετά τη γέννα και μελετούσαν τα πεπρωμένα των παιδιών τους. Έτσι ακριβώς, είχαν παρουσιαστεί και σε εκείνη, φαντάζοντας ωσάν όραμα, πριν τριάντα τρία περίπου έτη, όταν έσφιγγε στο στήθος της με απίστευτη προστατευτικότητα τον μονάκριβο γιο της.

Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα