1. Αυτό ήταν

632 25 2
                                    

<<Γιατί να βάλεις κωμωδία; Μήπως θα δούμε και ρομαντική;>> διαμαρτυρήθηκε το αγόρι μου. Η αλήθεια είναι ότι σιχαίνεται τις κωμωδίες. Τι να κάνουμε; Δεν είναι όλοι τέλειοι όπως εγώ! (γκουχου)

<<Καλά καλά! θρίλερ;>>

<<Ε δε παίζεσαι εσύ. Θα βάλω εγώ άσε>> είπε αποφασιστικά και έβαλε δράση. Στη μέση της ταινίας ήδη είχα χασμουρηθεί μόλις οχτώ φορές. Ήταν τόσο απαίσια! Ότι και τάχα τι; Η κοπέλα σκότωσε τον άντρα, και τώρα ψάχνουν τον δολοφόνο; Η Ντόρα πιο εύκολα θα το έβρισκε!

<<Δε μπορώ άλλο μωρέ Κώστα>> παραπονέθηκα και με κοίταξε.

<<Εκεί είναι η πόρτα. Μη σε δυσκολεύει επειδή είμαστε στο χοτέλ>> καλέ αγρίεψε αυτό.

<<Άκου. Είπα ψέματα για να έρθω εδώ δε θέλω τέτοια!>> Γέλασε ειρωνικά και σηκώθηκα. Τον κοίταζα επίμονα.

<<Μάλλον δεν έγινα σαφής. Η πόρτα είναι από πίσω σου>> είπε αργά ώστε να το καταλάβω. Μωρέ ποιον δουλεύει;

<<Μάλλον εγώ δεν έγινα σαφής. Χωρίζουμε>> είπα και πήρε το τηλέφωνο του στα χέρια του. Πάτησε ένα νούμερο και έβαλε ανοιχτή ακρόαση. Δεν ήξερα γιατί συνέχιζα να μένω, αλλά ένιωθα ότι με αφορά.

<<Έλα αγάπη μου>> είπε μια γυναικεία φωνή και ανατρίχιασα.

<<Είχες δίκιο. Τελικά σπάσαμε πριν κλείσει ο Δεκέμβρης>> είπε με θράσος και κάλυψα το στόμα μου. Έβαλα όσο πιο γρήγορα γινόταν τα παπούτσια μου, πήρα βιαστικά τη τσάντα μου και έφυγα από εκεί.

Τα δάκρυα μου έρρεαν σαν καταρράκτης. Τώρα τι θα έκανα; Και που θα πήγαινα; Οι γονείς μου είχαν μετακομίσει πρόσφατα στην Αγγλία για επιχειρήσεις, και εγώ είχα ξεμείνει Ελλάδα. Σκούπισα το πρόσωπο μου και όλο το μεικ απ είχε πάει απευθείας στα χέρια μου.

<<Ωω υπέροχα>> είπα ειρωνικά ενώ σταμάτησα να περπατάω. Ο δρόμος ήταν έρειμος. Άδειος. Κενός. Έκατσα κάτω από μια πελώρια και ψηλή λάμπα. Ήταν το μόνο που μου έδινε παρηγοριά εκείνη τη στιγμή. Άφησα το καπάκι του καφέ μου ανοιχτό, ώστε να πιω οπότε θελήσω ξανά, και έσκυψα το κεφάλι μου προς τα γόνατα μου. Ξαφνικά ένα κέρμα μπήκε στο καφέ. Μπόρεσα να το ακούσω.

<<Θέλεις βοήθεια άστεγη; Μήπως ένα δίκλινο θα σου ήταν καλά;>> είπε με ύφος μπλαζέ μια άγνωστη φωνή. Σηκώνοντας το κεφάλι μου είδα έναν νέο γύρω στα τριάντα. Παρότι η καρδιά μου είχε εκτοξευθεί αποφάσισα να μην απαντήσω. Το άγχος μου ήταν τεράστιο και αν μιλούσα μόνο χειρότερα θα τα έκανα.

<<Σου μιλάω!>> Φώναξε αγριεμένα και σηκώθηκα βιαστικά.

<<Ξέρεις κάτι; Κουράστηκα! Μόλις χώρισα δε θέλω να έχω και εσένα στο κεφάλι μου>> φώναξα και το σάλιο μου καταλάθος πέτυχε το πρόσωπο του. Ήμουν φουντωμένη και αγχωμένη. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβόμουν.

<<Μου αρέσουν οι άγριες>> είπε και τα 'χασα.

<<Να με συγχωρείς εμένα δε μου αρέσουν οι εκχυδαϊστικοί>> τον κλώτσησα στο προφανές σημείο και άρχισα να τρέχω με όλη μου τη ταχύτητα. Όση μπορεί να είχε ένα σώμα πενήντα πέντε κιλών δηλαδή. Ούτε καν αντοχή δεν είχα. Α ρε κύριε γυμναστά! Έπρεπε να με βάλεις με το ζόρι να κάνω τζοκινγκ και όχι να με αφήνεις να κάνω απουσίες.

Ένιωθα τα βήματα του όλο και πιο κοντά μου. Με έφτανε. Εγώ τα παράταγα. Τα 'φτυνα! Έστριψα σε ένα σοκάκι και πήρα τηλέφωνο τον Κώστα. Λάθος κίνηση ξέρω, μα ήταν η μόνη επιλογή. Δεν ήθελα να εμπλέξω τους γονείς μου, ούτε όμως και την αστυνομία. Θα ερχόταν σε δέκα χρόνια. Κάλυψα το στόμα μου ενώ έκλαιγα σιγανά.

<<Το μετάνιωσες που έφυγες;>> Είπε ειρωνικά.

<<Κώστα σε παρακαλώ..με ακολουθεί ένας τρελός. Πολύ πιθανά να έρθει από λεπτό σε λεπτό. Φοβάμαι!>> Είπα σιγανά καθώς ξέσπαγα πίσω από κάτι κάδους. Τα χείλη μου ενώθηκαν σε μια λεπτή γραμμή, καθώς ένιωθα τα δάκρυα μου να κάνουν την εμφάνιση τους.

<<Λυπάμαι Μαρία. Μερικές φορές πρέπει να εκτιμάμε τα καλά πράγματα και όχι να σηκώνουμε κεφάλι. Χαμηλοβλεπούσα!>> Το έκλεισε και ένιωσα ένα νέο κύμα δακρύων να έρχεται. Οι κάδοι έπεσαν κάτω μετά από τη κλωτσιά του καρατέκα και με στρίμωξε χωρίς να χάσει ευκαιρία.

<<Αυτό θα το πάρω εγώ>> είπε και μου άρπαξε το κινητό.

<<Χάρισμα σου. Δε νοιάζεται κανείς έτσι κι αλλιώς>> είπα να το γυρίσω στο δραματικό.

<<Δεν απαγάγω πρώτη φορά. Άμα θέλεις να παίξεις θέατρο κάντο στον Κώστα>> είπε και μετά βίας κρατήθηκα. Πώς τον ήξερε;

<<Ήμασταν φίλοι στο γυμνάσιο. Είπε να με βοηθήσει στο αποψινό>> απάντησε στις σκέψεις μου, και σοκαρίστικα ενώ έσκυψα κάτω. Έβαλα τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου και άρχισα να κλαίω, σαν να ήμουνα μόνη μου στο δωμάτιο μου.

<<Θα περάσουμε καλά εμείς οι δύο..δεν είναι και εύκολο να βρει κανείς μια τόσο καυτή γκομενάρα με γλώσσα νταλικέρη>> έβγαλα ένα χαρτί από τη τσέπη μου, και σκουπίστηκα.

Αυτό ήταν.

Η αρχή του τέλους Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα