19. Σωσίας

209 14 0
                                    

Ο Αλέξανδρος στεκόταν απέναντι μου σκεπτικός. Δεν τον κατηγορώ, εξάλλου τόσα έγιναν απόψε. Φαινόταν πάντως να του έχει εμπιστοσύνη. Ο Σοφοκλής δεν είναι κανένα πιτσιρίκι της γειτονιάς, είναι άντρας και μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του.

Έβγαλε από τη τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως μετά από μια τέτοια νύχτα χρειαζόμουν μια μικρή βοήθεια.

<<Μπορώ να έχω ένα και εγώ;>> Είπα χαμηλά. Ήθελα ένα τσιγάρο. Δεν είχα ξανά καπνίσει στη ζωή μου.

<<Όχι μικρή αυτό αποκλείεται>> με απέριψε αμέσως.

<<Γιατί;>>

<<Ο Σοφοκλής υποψιάστηκε ότι μπορεί να μου ζητήσεις το οτιδήποτε. Η εντολή του ήταν ξεκάθαρη. Δε θα σου δώσω τίποτα εάν δε σε δει εκείνος πρώτα>> τι ωραία που περνάω. Έστρεψα το βλέμμα μου στο ποτήρι με το νερό μου.

<<Νοιάζεται τόσο πολύ;>> Μου ξέφυγε ένα δάκρυ.

<<Γιατί σου κάνει εντύπωση;>> Τον κοίταξα με τα μάτια γουρλωμένα.

<<Νομίζω πως αυτό είναι μια ρητορική ερώτηση>>

<<Το γεγονός ότι σε απήγαγε δε σημαίνει κι όλας ότι δε νοιάστηκε. Εξάλλου σε έσωσε Μαρία. Σε έσωσε>> εδώ είχε ένα δίκιο.

<<Θέλω απλώς να ξαπλώσω. Πότε θα έρθει;>> Εκείνη τη στιγμή το κουδούνι χτύπησε.

<<Νομίζω πως τώρα ξέρεις..>>

<<Αλέξανδρε στάσου!>> Περιποιήθηκα λίγο τα μαλλιά μου και τη μπλούζα μου. Στριφογύρισε τα μάτια του.

<<Γυναίκες!>> Γελάσαμε και άνοιξε τη πόρτα. Μπήκε μέσα και οι ματιές μας κλειδώθηκαν. Άφησε το πιστόλι του στο τραπέζι και με πλησιάσε. Δάκρυσαν τα μάτια μου ξανά. Ένιωθα αμέτρητους κόμπους στο λαιμό μου και δεκάδες συγγνώμη να ξεφεύγουν από τα χείλη μου.

<<Σσ>> με έπιασε από τα μάγουλα και με έσφιξε στην αγκαλιά του.

<<Δε ξέρω τι να πω Σοφοκλή.. φοβάμαι ότι αν μιλήσω για τις επόμενες είκοσι ώρες πάλι δε θα είναι αρκετό για να απολογηθώ ή να σου πω ευχαριστώ>> τον κοίταξα καθώς μου σκούπιζε τα μάγουλα συνεχώς.

<<Σαγαπώ μικρή. Ότι και να κάνεις πάντα θα σαγαπώ. Δεν έχει σημασία ότι δε με άκουσες αλλά το ότι είσαι ασφαλή τώρα>> τα λόγια του ήταν υπέροχα. Με πλησιάσε ακόμα περισσότερο μηδενίζοντας την απόσταση μας. Ένωσα τα χείλη μας χωρίς δεύτερη σκέψη. Το φιλί του ήταν εκστασιακό και υπέροχο. Γεμάτο αγάπη.

Ακούσαμε ξαφνικά ένα χειροκρότημα και σοκαρίστηκαμε τόσο που διακόψαμε αυτό το απίστευτο φιλί. Γυρίσαμε για να δούμε τον Αλέξανδρο.

<<Εσένα θα σε απολύσω μετά. Όσο για εσένα..>> γύρισε πάλι προς το μέρος μου. Ανατριχιασα. Μου έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Ξαφνικά με άρπαξε και με έβαλε στο τραπέζι της κουζίνας δίνοντας μου φιλιά στο κορμί μου. Άρχισα να αναστενάζω ήδη.

<<Αν δε ξεκουμπιστείς σε δύο δευτερόλεπτα θα σε σκοτώσω στο λέω>> πήγα να σηκωθώ αλλά με έβαλε στη θέση μου. Μάλλον εννοούσε τον Αλέξανδρο.

<<Εσύ δε φεύγεις εάν δε τελειώσεις για μένα>> χαμογέλασε ενώ ξανά ανατρίχιασα. Μα καλά. Όνειρο ζω;

<<Έτοιμη είμαι η ρουφιάνα>> γελάσαμε μαζί. Ήταν υπέροχος. Δε το πιστεύω ότι νοιάζεται όντως αλλά και με αγαπάει. Έσκισε τη μπλούζα μου και κατέβασε αργά το παντελόνι μου κοιτάζοντας με.

<<Το θες πραγματικά αυτό;>> Με ρώτησε για να πάρει επιβεβαίωση.

<<Πάντως δε ξέρω κανέναν που να λέει όχι στο παγωτό>> μου χάιδεψε το μάγουλο ενώ μου ξεκούμπωσε αργά το σουτιέν. Φαινόταν ότι δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο. Αλλά δε με πείραζε. Σημασία έχει ότι με έσωσε και ότι τώρα θα περάσουμε φανταστικά.

Ένιωσα μια μικρή εισχώρηση και άνοιξα το στόμα μου.

<<Το στόμα σου θα το ανοίξεις σε λιγάκι..κάνε υπομονή>> είπε και παρότι ήθελα να τον μουτζώσω ένιωθα τόσο τέλεια που κρατήθηκα. Έκανε δύο συνεχόμενες κινήσεις. Μια μικρή και μια πιο βαθειά. Αναστέναζα διαρκώς.

<<Σσ>> είδα ότι το χαμόγελο του στράβωσε.

<<Δ-δε μπορώ>> είπα ενώ φώναξα από ηδονή.

<<Μπορώ να βοηθήσω>> είπε αποφασιστικά βγαίνοντας από μέσα μου προσεκτικά.

Με έκανε να γονατίσω και ύστερα με έφερε σε κοντινό σημείο με τη περιοχή του. Χαμογέλασα. Άνοιξα ελάχιστα το στόμα μου και με κοίταξε με σηκωμένο το φρύδι.

<<Κι άλλο>> είπε και άνοιξα λίγο ακόμα.

<<Μικρή δε πας να πάρεις γαριδάκι να σου θυμίσω>> είπε και γέλασα.

<<Έχεις δίκιο>> είπα και άνοιξα το στόμα μου περισσότερο.

Εκείνη η νύχτα μου έμεινε αξέχαστη. Μέσα σε δεύτερολεπτα με έκανε να ξεχάσω ότι μόλις πριν ο πατέρας μου πήγε να με..ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω. Αυτός ο άνθρωπος όμως με έκανε να τον ξεχάσω γιατί με αγαπούσε πραγματικά. Είναι πανέμορφο να έχουμε κάποιους δίπλα μας που θα μας κάνουν να ξεχνάμε τι μας συμβαίνει. Έτσι και ο Σοφοκλής. Είναι ο χειρότερος εγκλήματίας κι' όμως με έσωσε.

Η αρχή του τέλους Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα