16. Θαρραλέα

195 15 4
                                    

<<Πάτα την>> είπε ο Σοφοκλής στον άντρα που με πίεζε όλο και πιο πολύ κάθε φορά στη πλάτη. Το στήθος μου θα έσκαγε. Το ένιωθα.

<<Σε παρακαλώ>> ικέτευσα μα του έκανε νόημα να με πιέσει κι άλλο. Προσπάθησα να τον κοιτάξω μα τότε πίεσε με το παπούτσι του και το κεφάλι μου αφήνοντας μου περιθώριο να πάρω ανάσα τουλάχιστον.

<<Και τώρα πες το. "Σοφοκλή εγώ η Μαρία θα γίνω η γυναίκα σου οριστικά">> είπε και προσπάθησα να επαναλάβω κλαίγοντας.

<<Πες και τη τελευταία λέξη. Μη διστάζεις>> είπε και πήρα πολλές ανάσες μαζί καθώς ξέσπασα.

<<Όχι! Ό-χι! Όχι!!>> Έλεγα συνεχόμενα καθώς με κουνούσε για να συνέλθω.

<<Ξύπνα!>> Φώναξε και ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου τα οποία ένιωθα υγρά. Την επόμενη στιγμή βρισκόμουν στην αγκαλιά του Αλέξανδρου.

<<Ηρέμισε>> είπε και σηκώθηκα.

<<Ε-είδα πως..ο Σοφοκλής με..>> κάλυψα το στόμα μου.

<<Σε βίασε;>> Είπε απότομα και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

<<Με ανάγκασε να τον παντρευτώ βάζοντας έναν δικό του να με πατάει μέχρι εν τέλη να συμφωνήσω>> κάθησα ξανά κάτω ενώ σκούπισα το νέο κύμα δακρύων.

<<Έλα ..μη το παίρνεις κατάκαρδα. Εξάλλου αφού είναι όλα καλά στη πραγματικότητα δε χρειάζεται να ανησυχείς>> είπε και ανακουφίστηκα.

<<Έχεις δικ- για ένα λεπτό! Εσύ πως το ξέρεις;>> Ρώτησα καχύποπτα και έκανε ένα βήμα πίσω.

<<Εε εγώ! Μα καλά είδες το νέο επεισόδιο που ανέβασε η καταπληκτική σειρά του νετφλιξ;>> Είπε ανήσυχα ενώ άρχισε να γελάει. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και άρχιζα να τον κυνηγάω.
Δε πρόφτασα όμως να πατήσω το τρίτο σκαλί και άρχισα να πέφτω με κολοτούμπες. Άντε πάλι. Με βοήθησε να σηκωθώ και με ρώτησε αν είμαι εντάξει.

<<Όλα καλά. Αλλά και πάλι δε γλιτώνεις! Λέγε τι ξέρεις>> είπα ζαλισμένη από το ατσάλο πέσιμο.

Από τις σκάλες ανώμαλοι!

<<Μαρία είμαι κολλητός του δε γίνεται να μη δε ξέρω>> είπε ενώ μου έκλεισε το μάτι.

<<Σωστό και αυτό!>> Παρατήρησα.

<<Άντε πήγαινε να φας τίποτα. Μισή έμεινες>> είπε και τον κοίταξα περίεργα.

<<Τι είπες;>> Ρώτησα παραξενεμένα.

<<Βαρήκοο είσαι χρυσό μου; Είπα πήγαινε να κοιταχτείς στο καθρέφτη. Η μούρη σου είναι πιο χλωμή και απ' του Φρανκενστάιν>> ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Ένιωθα μια ζαλάδα και ένα βουητό επέστρεφε συνεχώς στα αυτιά μου.

<<Τ-τι;>> ένιωθα ότι με κορόιδευε. Με χλεύαζε. Αυτό ήταν απαράδεκτο! Νόμιζα πως είχαμε μια συνενόηση.

<<Έχεις πολύ πλάκα Μαρία μα δε πειράζει θα επαναλάβω αργά και καθαρά τα λόγια μου. Οπότε.. πιστεύεις στα αλήθεια ότι ο Σοφοκλής θα σε πήδαγε ποτέ;>> Έτριψα τα μάτια μου ενώ δεν άργησε να έρθει το δάκρυ. Όχι! Δε μπορούσα πια να το αφήσω έτσι. Κανέναν τους. Όλοι τους με εκμεταλευόντουσαν και με έφτυναν σαν σκουπίδι. Βαρέθηκα. Τον πλησίασα και τον κοίταξα θυμωμένη.

<<Ξανά πες μια απ' τις χαριτωμένες λεξούλες σου και θα σε στείλω στο χάρο να δώσεις χαιρετίσματα>> είπα ενώ τον πέτυχε καταλάθος το σάλιο μου. Ξαφνικά ένιωθα μια άλλη αίσθηση. Σαν να ανέκτησα μια δύναμη.

<<Αμ δε!>> Ακούστηκε μια δεύτερη φωνή και γύρισα πίσω μου.

<<Νόμιζα πως μετάνιωσες στ' αλήθεια μικρή. Θέλεις να σώσω τους γονείς σου ή μήπως όχι;>> Μα τι κάνει..

<<Δεν είναι δίκαιο! Άκουσες τι μου είπε;>>

<<Και θα το ξανά πω. Είσαι πιο άσχημη και από τη Μαρία την άσχημη!>> Τον χαστούκισα και έκανα ένα βήμα πίσω.

<<Σας μισώ! Όλους σας!>> Φώναξα και ανέβηκα πάνω. Έκλεισα τη πόρτα με τόση δύναμη που ο θόρυβος ακούστηκε περισσότερο με πυροβολισμό. Ο Σοφοκλής δεν άργησε να μπει μέσα.

<<Θα τους αφήσω στο δρόμο εάν δεν κατέβεις κάτω αμέσως>> απείλησε εν έτη μια φορά.

<<Όχι>> είπα με θράσος.

<<Τι είπες;>> Φώναξε.

<<Είπα.. όχι!>> Τον κοίταξα καθώς έτρεμα.

Η αρχή του τέλους Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα