9. Απειλή

228 13 15
                                    

Τα βλέφαρα μου άνοιξαν απότομα. Άρχισα να ανασάνω βαριά. Κοίταξα γύρω μου τους λευκούς τοίχους. Τα άσπρα σεντόνια και τον μόνο μαυροφορεμένο στο δωμάτιο.

<<Ξύπνησες;>>

<<Τι θέλεις εδώ;>> είπα κουρασμένα στον σοφέρ του.

<<Κάποιος πρέπει να σε προσέχει>> είπε ενώ άνοιξε το κινητό του χωρίς κάποιο ενδιαφέρον.

<<Τώρα το θυμήθηκες αυτό;>> Έκανα μια προσπάθεια, να σηκωθώ, μα δυσκολευόμουν αρκετά.

<<Κάτσε καλά μικρή>> είπε μα ούτε το βλέμμα του δε σπατάλησε για εμένα. Διότι δε νοιαζόταν. Το ήξερα αυτό.

<<Κουράστηκα. Έλεος πια. Έλεος!>> Παραπονέθηκα ενώ δεν άργησα να βάλλω τα κλάματα. Σηκώθηκε ενώ με κράτησε από το μπράτσο ακινητοποιώντας με.

<<Ευθύνεσαι. Το ξέρεις αυτό;>> κάγχασα ειρωνικά.

<<Εγώ; Εγώ; Που ο άλλος μόνο δε με έστειλε!>>

<<Αυτό θα είναι το επόμενο στάδιο άμα συνεχίσεις έτσι. Πνεύμα αντιλογίας>>

<<Παράταμε. Αυτό φαίνεται σαν δώρο πια>> είπα ενώ γράπωσα τα νύχια μου στη παλάμη του, και άφησα το δέρμα μου να ακουμπήσει το σκληρό κρεβάτι. Τα δάκρυα δεν άργησαν να έρθουν.

<<Θα σε χτυπούσα αλλά έχε χάρη>> είπε ενώ ξανά κάθησε στη καρέκλα του.

Το απόγευμα μεταφέρθηκα στο σπίτι. Ευτυχώς δεν ήταν κάτι σοβαρό απλώς από εδώ και στο εξής θα πρόσεχα λίγο παραπάνω για τους επόμενους δύο μήνες. Ξανά λέω. Θα μπορούσε και χειρότερα.

Δεν είδα τον Σοφοκλή μετά από αυτό. Ούτε ήθελα. Η ψυχολογία μου είχε πέσει. Και μετά από αυτό δε ξέρω αν ήμουν έτοιμη να τον αντιμετωπίσω.

Καθόμουν στο δωμάτιο μου. Είχα ανάγκη από αληθινή ξεκούραση. Τεντώθηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Η πόρτα χτύπησε και γύρισα πλευρό.

Πέρασε μέσα και έκατσε δίπλα μου. Με γύρισε ώστε να τον κοιτάω. Είχα καιρό να δω μια τόσο ξινισμένη μούρη.

<<Πώς νιώθεις;>> ρώτησε ενώ χάιδεψε το στερνο μου.

<<Έξοχα>> το βλέμμα μου μεταφέρθηκε απευθείας στο τζάμι.

<<Με έφτασες στα άκρα. Δε το έχει τολμήσει κανένας>> είπε ενώ με ξανά γύρισε.

<<Εάν θέλεις να τα πάμε καλά. Τότε θα υπακούς>>

<<Δεν υπάρχει λόγος να το κάνουμε θέμα. Με έχεις καταστρέψει ήδη>> είπα ενώ άρχισα να κλαίω. Μετά από αυτό είχα γίνει πιο ευάλωτη.

<<Κόψε τη κλάψα. Λοιπόν αυτό που έγινε δε θα ξανά συμβεί εάν θα κάνεις ότι σου λέω. Έγινε;>> Τον κοίταξα ενώ σκούπισα τα μάτια μου.

<<Ό-οχι!>> Φώναξα μέσα στα αναφιλιτά μου.

Χτύπησε το χέρι του στο κομοδίνο και τρόμαξα. Είχε θυμώσει παρά πολύ, διότι ακόμη μια φορά του πήγαινα κόντρα.

<<Θα μάθεις να υπακούς. Φτάνει η καλοσύνη. Από εδώ και πέρα θα είσαι η προσωπική πόρνη μου, άκουσες;>> Είπε ενώ με πλησίασε. Δε χρειάστηκε να με πείσει παραπάνω. Ήμουν σίγουρη ότι θα με είχε σκοτώσει επιτόπου αν έλεγα όχι. Κούνησα το κεφάλι μου τρομοκρατημένη.

<<Σε μια ώρα στο γραφείο μου>> είπε κοφτά ενώ έκλεισε τη πόρτα με δύναμη βγαίνοντας.

Η αρχή του τέλους Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα