14. Ισόβια

201 15 4
                                    

<<Τι θες ρε μαλάκα;>> φώναξε και έκλεισε τη πόρτα με δύναμη. Καθόμουν στο μπάνιο εδώ και τρεις ώρες χωρίς σημάδι ζωής. Ο Σοφοκλής όντως με χρησιμοποιούσε και εγώ απλώς το ανεχόμουν. Ήθελα μια καλύτερη ζωή μα πως πίστεψα ότι θα κερδίσω με έναν τέτοιο επιχειρηματία; Έναν εγκληματία; Έναν ψεύτη;

Και όλα αυτά για την οικογένεια του! Απλώς με έκανε να τον λυπηθώ ώστε να νιώσω καλύτερα που δεν είχα την ίδια ζωή όπως είχε τάχα μου αυτός!

Δεν άντεχα άλλο. Ξάπλωσα στη μπανιέρα. Ακόμη και έτσι..ένιωθα πολύ καλύτερα. Μακριά απ' τις βαβούρες. Μακριά απ' τις φωνές. Μακριά απ'τον.

<<Άνοιξε τη πόρτα πουτάνα>> τι ήθελα και μίλησα η ρουφιάνα; Η πόρτα χτύπησε άλλη μια φορά. Και άλλη μια. Σηκώθηκα διστακτικά απ' το υπέροχο στρώμα. Ναι μόνο εμένα δούλευω το ξέρω.

Αλλά να μη χαρώ το παραμύθι;

<<Τ-ώρα..>> είπα ήρεμα και αφού έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου του άνοιξα τη πόρτα. Άνοιξε το φως του μπάνιου και ένιωσα σαν βαμπίρ για λίγο, αφού τα μάτια μου είχαν μισοκλείσει από το ξαφνικό φως.

<<Πρέπει να καταλάβεις. Δεν είμαι ο πατέρας σου, αλλά το αφεντικό σου! Δεν μπορείς να μην υπακούς>> είπε και σκούπισα το νέο κύμα δακρύων που ξεπετάχτηκε αυθόρμητα.

<<Ορίστε! Ορίστε που φτάσαμε. Μίλα!>> Με ταρακούνησε και έκλεισα τα μάτια μου.

Υπέφερα.

<<Σοφοκλή άφησε με επιτέλους!>> ξέσπασα ενώ με άφησε. Έμεινα να κρατιέμαι από το καλοριφέρ του μπάνιου το οποίο φυσικά δεν ήταν ανοιχτό. Αντίθετα ήταν κρύο..όπως αυτός. Τον κοίταξα.

<<Έλα κάτω αμέσως>> διέταξε και ύστερα αποχώρησε πρώτος. Χωρίς φυσικά να θέλω δεν είχα και άλλη επιλογή. Έτσι κατέβηκα. Μα στη σκάλα παραπάτησα, και κατέβηκα με κολοτούμπες. Άκουσα ένα χειροκρότημα μετά το βουητό.

<<Συχγαρητήρια εκτός από αχάριστη είσαι και στραβή. Μα τι γυναίκα..>> είπε και βολεύτηκα στο πάτωμα.

<<Σήκω επάνω!>> Πρόσταξε και σηκώθηκα. Κάθησα στη καρέκλα για να ακούσω το κύρηγμα του Καίσαρα.

<<Ως αφεντικό σου δε μπορώ να μην πω και το σωστό. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Είσαι απλώς ένα μικρό κοριτσάκι! Δε μπορείς να λέγεσαι γυναίκα>> είπε ενώ έβγαλε ένα ποτήρι κρασί. Ωραία που θα περάσουμεε.

<<Θες;>>

<<Όσι η μαμά μου μου είσε ότι ζε κάνει να σίνω από τέζοια ηζικία>> μα πως το φυσάω το μπεμπέ!

<<Ανοησίες όπως πάντα>> είπε και γέμισε το δικό του ποτήρι.

<<Πάρτο απόφαση. Θα γίνεις άνθρωπος>>

<<Μωρέ πουτάνα έγινα για να ζήσω..αλλά έκανα λάθος. Πώς πίστεψα ότι θα μπορούσα να ζήσω ευτυχισμένη εδώ ..>> ξάπλωσα στο χέρι μου.

<<Δεν ήρθες εδώ για να παραπονιέσαι αλλά->>

<<Ήρθα επειδή με απήγαγες εκείνο το βράδυ. Θα προτιμούσα να είχα κάτσει στου Κώστα. Κιας μη με αγαπούσε αληθινά.. τουλάχιστον θα είχα την ελευθερία μου>>

<<Και ψεύτικα όνειρα>> πρόσθεσε η κάμπια.

<<Ψεύτικα όνειρα.. ψεύτικα όνειρα κάνω και εδώ. Ότι κάποια μέρα θα ξυπνήσω και θα δω σειρές ταινίες..ότι θα βγω έξω από εδώ μέσα. Ότι θα κοιμηθώ σε ένα βολικό στρώμα. Ότι δε θα ανοίκω σε έναν μαλάκα. Ότι θα είμαι σωστή ορθόδοξη χριστιανή..αχ. Από ψεύτικα όνειρα δώσαμε Σοφοκλή δώσαμε!>> με κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. Αμάν! Τι μαλακίες πετάω τόση ώρα λες και μιλάω στη παρέα μου;

Σηκώθηκα απότομα ενώ πήγα πίσω. Γέλασα αμήχανα. <<Σοφοκλή μου..ότι θέλεις! Καλέ! Τάξε μουυ, μόνο μη με σκοτώσεις βραδυάτικα>> είπα παραπονεμένα.

<<Έλα εδώ>> είπε σοβαρά. Ε αυτό ήταν. Μπράβο! Μπράβο Μαρία. Μια φορά να το βουλώσεις δε μπορείς! Εύγε κοριτσάρα!

Πλησίασα διστακτικά και στάθηκα ακριβώς μπροστά του. Πες το να τελειώνουμε.

<<Πιο κοντά>> είπε και η καρδιά μου άρχισε να πάλλεται. Πλησίασα ακόμη πιο κοντά και έσμιξα τα φρύδια μου. Τι θα έκανε;

<<Πιο κοντά!>> Είπε και μόλις οι μύτες μας ενώθηκαν άρχισα να αμφιβάλω πολύ για το τι θα ακολουθούσε.

<<Απάντησε μου σε αυτό χωρίς να απομακρυνθείς. Αγαπάς τον Κώστα;>> Το άγχος μου είχε αυξηθεί. Όσο κιαν με πονούσε τον αγαπούσα ακόμη.

<<Ό-οχι..>> είπα και χαμογέλασε στραβά.

<<Εμένα με αγαπάς;>> α καλά ! Τα 'χασε! Δηλαδή τέτοιο κουλό έρωτα δεν έχω ξανά δει. Ποιος νόμιζε ότι ήταν δηλαδή; Ο Παπαμιχαήλ και εγώ η μοντέρνα Σταχτοπούτα;

Κιαν..κιαν έτσι θα με ελευθέρωνε; Ας ήταν..

<<Ναι Σοφοκλή. Σε λατρεύω μωρό μου..>> άπλωσα το χέρι μου στο μάγουλο του και το χάιδευσα απαλά.

<<Άστα σάπια! Άκουσα τους παλμούς σου. Σε ένα διαγώνισμα σωστό ή λάθος θα είχα πάρει είκοσι! Τον αγαπάς ακόμη..τέτοια μαζόχα που είσαι>> άφησα την ανάσα μου ελεύθερη.

<<Θέλω να γυρίσω σπίτι Σοφοκλή..δε μπορώ άλλο εδώ μέσα γαμώτο! Δε μπορώ!!>> Φώναξα και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Τρόμαξα.

<<Δεν έχεις να πας πουθενά. Μόνο επάνω και να μείνεις εκεί μέχρι να σου πω! Κατάλαβες;>> Φώναξε στα μούτρα μου και απομακρύνθηκα. Έτρεξα πάνω καθώς δε γύρισα το βλέμμα μου πίσω.

Η αρχή του τέλους Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα