12. Πρόταση

227 13 7
                                    

Πέρασαν δύο βδομάδες και με είχε χρησιμοποιήσει πολλαπλά. Ήμουν το αγαπημένο παιχνίδι του. Έτσι έλεγε. Κατά τη διάρκεια των αισχρών πράξεων του δε μπορώ να περιγράψω πόσο πονούσα. Πόσο υπέφερα ή πόσο σιχάθηκα τον εαυτό μου.

<<Την επόμενη φορά θα σπάσουμε το ρεκόρ που έκανες τη τελευταία γατούλα>> μου έκλεισε το μάτι και έφυγε. Είχε γίνει πιο σκληρός από ποτέ. Πιο άκαρδος. Πιο αισχρός. Πιο άνανδρος.

Είχα συνηθίσει να πονάω. Ευτυχώς ποτέ δε ξανά 'νιωσα όπως τη πρώτη φορά, όμως ήμουν απελπισμένη πια. Κάθησα στο πάτωμα και η πλάτη μου ακούμπησε στο κρεβάτι. Δεν άργησα να ξεσπάσω. Οι ήχοι απ' τα ουρλιαχτά μου ακουγίόντουσαν σε όλο το σπίτι. Ήμουν σίγουρη.

Η πόρτα άνοιξε μα δε μπορούσα να σταματήσω. Το μόνο που έκανα ήταν να καλύψω το στόμα μου καθώς έβλεπα τον ίδιο να μπαίνει μέσα.

<<Πάψε επιτέλους. Μου πήρες τα αυτιά>> με πλησίασε και κρύφτηκα πίσω από τα χέρια μου. Το κλάμα μου κόπηκε μαχαίρι. Η παρουσία του πιο επιβλητική από ποτέ, και η φωνή του διαπεραστική. Ήλπιζα μόνο ότι κάποια μέρα θα έφευγα από εδώ ήρεμη.

<<Είπα κάτι!>> Με σήκωσε από τη μπλούζα μου και όπως πάντα δεν άργησε να με κολλήσει στον τοίχο.

<<Ά-αφησε με επιτέλους. Θέλω τη ζωή μου πίσω μ' ακούς;>> φώναξα συντετριμμένη και είδα τον Αλέξανδρο να πλησιάζει τον Σοφοκλή.

<<Άφησε την ..δεν αντέχω να τη βλέπω έτσι>> του είπε και εκείνος με κοίταξε. Τον κοιτούσα με ένα συγκλονιστικό βλέμμα. Το ένιωθα. Με άφησε απότομα, και κρατήθηκα από το έπιπλο για να μη πέσω.

<<Σε πέντε λεπτά να είσαι κάτω και εσύ μη διανοηθείς να έρθεις>> έδειξε τον Αλέξανδρο και εκείνος έγνεψε. Μόλις έφυγε το τέρας εκείνος με πλησίασε. Πήδηξα στην αγκαλιά του χωρίς να χάσω άλλο χρόνο. Ένιωθα φυλακισμένη.

<<Σ-σε ευ-χαριστώ>> ψιθύρισα.

<<Κατέβα κάτω τώρα και να 'σαι υπάκουη>> έγνεψα ενώ σκουπίστηκα και κατέβηκα κάτω. Τον είδα να κοιτάζει τις φλόγες. Φαινόταν σοβαρός. Ήταν! Και θα έκανε ό,τι ήθελε.

Ήξερα τι έπρεπε να κάνω αλλιώς δε θα ξεκινούσε. Κάθησα απέναντι του και κοίταξα και εγώ το τζάκι. Ύστερα αυτόν.

<<Έχασα τη μητέρα μου από νωρίς..και ο πατέρας μου είχε πια την επιμέλεια μου..ή τουλάχιστον αυτό έπρεπε να κάνει. Με παράτησε και εγώ σαν κάθε εφτάχρονο αγόρι έπρεπε να κάνω κάτι. Μόνο που αντί για παιχνίδια και σοκολάτες ζητούσα απλώς λίγο ψωμί>>

Η αρχή του τέλους Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα