Part 1

31K 902 83
                                    

"Νεφέλη,Νεφέλη ξύπναα" λεει τραγουδιστά η μαμά μου και ανοίγω τα μάτια μου.

"Τι ώρα είναι;" Σηκώνομαι ψάχνοντας που έβαλα εχτές τα ρούχα που έβγαλα έξω.
"Κοντεύει 7:00. Την φιλάω στο μάγουλο και πηγαίνω προς το μπάνιο
"Να ξέρεις σε λίγο θα έρθει η Μπέλλα, ήθελε να σε πάμε μαζί στο αεροδρόμιο" την ακούω να λέει και χαμογελάω.

Πλένω το πρόσωπο μου, τα δόντια μου και ντύνομαι. Φοράω ένα μαύρο ψιλομεσο σορτσάκι και μια άσπρη κοντομάνικη μπλούζα, έτσι και αλλιώς ακόμη ζεστή έχει και ας έχει μπει ο Σεπτέμβριος.

Βαφομαι ελαφρά, λίγο μεικαπ, λίγη μασκαρα στις πολύ μικρές μου βλεφαρίδες και είμαι έτοιμη. Τα μαλλιά μου τα πιάνω μια ψηλή αλογοουρά και βγαίνω από το μπάνιο.

Κατεβαίνω κάτω στην κουζίνα και κάθομαι στην θέση μου. Κοιτάζω γύρω γύρω γιατί δεν θα το ξανά δω σύντομα. Η μαμά μου δίνει ένα πιάτο με μια κρέπα γεμισμένη με μερέντα και μπισκότο. Δαγκώνω μια μεγάλη μπουκιά. Πεντανόστιμες όπως πάντα, χαμογέλασα.

"Ευχαριστώ μαμα" λέω μπουκωμενη και χαμογελάει ελάχιστα. Είναι στεναχωρημένη που φευγω. Και εγώ είμαι, όμως εφόσον θέλω να σπουδάσω και το λύκειο είναι μακρια πρέπει να πάω.

"Νεφέλη το κουδούνι" λέει η μητέρα μου βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. "Πάω" με ένα σάλτο σηκώνομαι από την καρέκλα και ανοίγω την πόρτα. Είναι η Μπελλα.
Πριν προλάβω να πω τίποτα πέφτει στην αγκαλιά μου αγκαλιάζοντας με τόσο σφικτά που νομίζω που σπάει τα πλευρά.

"Νομίζω με πνιγείς" της λέω με μια ανάσα και αμέσως με αφήνει από το κράτημα της. "Σόρρυ, απλά στεναχωριέμαι που θα φύγεις"
"Και εγω" συμφωνώ και καθόμαστε στις καρέκλες.

Όμως δεν θέλω να με πάρει από κάτω.
Εντάξει δεν είμαι ενθουσιασμένη για όλο αυτό όμως το έχω αποδεχτεί.

"Μπελλα θέλεις κρέπα;" την ρωτάει η μαμά μου. "Εννοείται", εκείνη παίρνει το πιάτο αρπάζοντας την κρέπα και δαγκώνει ένα τεράστιο κομμάτι.
"Σιγά ρε γουρούνα" την κοροϊδεύω και γελάει σαν χαζό.

Όμως την αγαπάω καταβαθος.

"Λοιπόν κορίτσια τελειώνετε, δεν θέλω να αργήσουμε"

Εγω γνέφω στην μητέρα μου. Ανεβαίνω στο δωμάτιο μου και την βαλίτσα μου. Σιγουρευομαι πως πήρα τον φορτιστή, τα κλειδιά, τα χρήματα και το κινητό μου και κατέβαινω με αργά και σταθερά βήματα τις σκάλες.

Η μαμά παίρνει στα χέρια της την βαλίτσα και την βάζει στο πορτ-μπαγκάζ και εγώ και η Μπελλα καθόμαστε στα πίσω καθίσματα. Σε όλη την διαδρομή μιλάμε για άσχετα θέματα, για τόσο θα μου λείψει, για το Λύκειο, τη συγκάτοικο μου και αναλύουμε τα πάντα.
Κυριολεκτικά.

"Μόλις φτάσεις πάρε με στο Skype να μιλήσουμε. Να μου πεις και πως θα είναι η συγκάτοικος σου, μόνο και είναι καμία ξινή θα της βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα" λεει δείχνοντας με τον δείκτη της.

"Εντάξει Εντάξει" σηκώνω τα χέρια μου σαν να παραδίνομαι.

Φτάνουμε στο αεροδρόμιο και καθόμαστε στις καρέκλες αναμονής.

"Παρακαλούνται οι επιβάτες για Θεσσαλονίκη να προσέλθουν στην πύλη 5. Ευχαριστώ"
Ακούγεται μια κυρία από το μεγάφωνο και σηκώνομαι συνειδητοποιώντας πως είναι η ώρα να φύγω.

ΟΧΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΚΑΛΕ,
ΝΑ ΠΑΩ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

"Να προσέχεις και όταν φτάσεις να μας πάρεις τηλέφωνο, μη μας ξεχάσεις" η μητέρα μου πιάνει το πρόσωπο μου στα χέρια της γλυκά και γνέφω καταφατικά αγκαλιάζοντας την.

"Θα μου λείψεις χαζούλιι" με αγκαλιάζει η Μπελλα.

"Και εμένα", παραδέχομαι. Θα μου λείψει τόσο πολύ η μαλακια της.

Παίρνω τον δρόμο για την πύλη 5. Δίνω την βαλίτσα μου και κάθομαι στην θέση που γράφει το εισιτήριο μου. Ευτυχώς είμαι τυχερή και η θέση μου είναι δίπλα στο παράθυρο. Βάζω τα ακουστικά μου ακούγοντας ενα τραγούδι με το οποίο έχω κολλήσει τις τελευταίες μέρες.

Καθ' όλη την διαδρομή κοιτάζω έξω από το παράθυρο και σκέφτομαι πόσο πολύ πρόκειται να αλλάξει η ζωή μου.
Δεν θα ζω πια με την μητέρα μου, αλλά με μια κοπελα που θα γίνουμε συγκάτοικοι, θα είμαι μακριά από την μητέρα μου, και αυτό με στεναχωρεί. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ τη μέρα μου χωρίς να την δω.

---------

"Παρακαλούνται όλοι οι επιβάτες να αποβιβαστούν από το αεροπλάνο. Ευχαριστώ!" λέει μια αεροσυνοδός από το μεγάφωνο και 'ξυπναω' από τις σκέψεις μου, κατεβαίνω κάτω με την βαλίτσα στο χέρι μου και ψάχνω για ταξί.

Μετά από περίπου πέντε λεπτά περνάει ένα και μπαίνω μέσα. Του δίνω το χαρτάκι με την διεύθυνση της κοπέλας που θα συγκατοικήσω και αρχίζει το αμάξι. Μετά από ένα τέταρτο περίπου φτάνουμε έξω από ένα σπίτι. Δίνω τα χρήματα στον οδηγό και κατεβαίνω κάτω. Παίρνω την βαλίτσα και μπαίνω στην πολυκατοικία.

Τσεκάρω το κουδούνι για να μην κάνω κάποιο λάθος και το χτυπαω. Στην πόρτα εμφανίζεται ένα αγόρι. Είναι πολύ όμορφος, ψηλός και καστανός με ανακατεμένα μαλλιά.

"Σ-συγγνώμη μάλλον έκανα λάθος το κουδούνι" λέω γρήγορα τραυλίζοντας και πάω να φύγω. Ποσο περισσότερο ρεζίλι θα μπορούσα να γίνω δηλαδή;

"Είσαι η Νεφέλη Ανδριοπούλου;"

Εγώ παγώνω.
Πως ξέρει το ονοματεπώνυμο μου;

"Εγώ είμαι, εσύ ποιος είσαι;"

Εκείνος χαμογελάει. Έχει υπέροχη οδοντοστοιχία και εμφανίζονται λακακια στο πρόσωπο του.

Ναι;

"Εγώ είμαι ο Πάνος"
"Πάνος Αποστολόπουλος" τείνει το χέρι του σε εμένα χαμογελώντας.

"Ο συγκάτοικος σου" συνεχίζει και μένω να τον κοιτάζω.

Ο ποιος μου?

Roomates "by accident" [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα