Κεφάλαιο 02

58 7 3
                                    

Νύχτα σκοτεινή. Περήφανο το βουνό των θεών, με χιονοσκέπαστες τις κορυφές του, ρίχνει την πελώρια σκιά του πάνω από την πόλη από ψηλά, από το δασάκι μέχρι κάτω, στα στενά της θάλασσας. Απάτητο στην κορυφή του, απρόσιτο και ανέγγιχτο. Λίγο πιο κάτω όμως, στους γκρίζους δρόμους σεργιανίζουν με ταχύ αλλά προσεκτικό βήμα, άντρες κατεβαίνοντας προς την παραλία. Είναι άντρες, που δημιούργησε κι οργάνωσε η Κασσιόπη. Οι ατρόμητοι με τα βαριά όπλα και τα κιβώτια των χειροβομβίδων βαδίζουν σε φάλαγγα ενός ζυγού με γνώση και μελετημένο σχέδιο.

Κι εκεί στέκεται εκείνη, να τους ακολουθεί σε κάθε τους βήμα, να παρακολουθεί, να προσπαθεί να μάθει. Οι δαίμονές της να την κυριεύουν. Αυτές οι σκέψεις της κυριαρχούν δίχως σταματημό, εκείνη παραμένει πίστη στις φωνές αυτές. Αυτές τις φωνές που θα της στοιχίσουν μια ζωή. Ο θυμός και η ανάγκη για εκδίκηση, στο κόκκινο.

Οι άντρες προχώρησαν προς το γνωστό κτίριο. Αυτή η βιβλιοθήκη, αυτό το κρησφύγετο.

Τι κρύβουν; Τι συλλογίζονται οι άνδρες; Πού είναι ο Ορέστης;

Η Έμιλι γύρισε σπίτι της για συνεχόμενη φορά απογοητευμένη. Τίποτα δεν έμαθε. Η οργάνωση ανακάλυψε τον κοριό και τον αφαίρεσε. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Αχ και να'ξερε, ότι όλα αυτά είναι προμελετημένα.
Βαδίζει στο δρόμο δίχως επιστροφή. Σε ένα δρόμο σκοτεινό, ένα μονόδρομο εύκολο να τον βαδίσεις, δύσκολο να γυρίσεις όμως.

"Πού ήσουν;" Το φως, που άναψε απότομα την τρόμαξε. Αυτό της έλειπε τώρα. Να υποψιαστεί και ο πατέρας της, πως κάτι δεν πάει καλά. Να μου πεις, πότε πήγαινε;

"Πήγα μια βόλτα. Χρειαζόμουν αέρα." Αναφώνησε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της, αψηφώντας τον πατέρα που τη φώναζε, που ήξερε.

Είχε γίνει απόμακρη. Μόνο στον Ορέστη μιλούσε. Στον Σαμ, που την χρειαζόταν περισσότερο από όλους, απομακρυνόταν μέρα με την μέρα. Ήθελε να πείσει τον Ορέστη, πως δεν έχει σχέσεις μαζί του. Όλα για εκείνον τα έκανε. Για να εκδικηθεί.

Πού να ξέρει ο Σαμ;Πώς να καταλάβει;

Σκληρά λόγια υπόθηκαν από τα χείλη του. Εκείνη το περίμενε, περίμενε την αντίδρασή του. Μα έτσι έπρεπε να γίνει. Έτσι έπρεπε να αντιδράσει. Δεν την εμπόδισε όμως από το να πονάει, να λυπάται. Τον αγαπάει. Έτσι κάνεις όταν αγαπάς. Θυσιάζεις. Αξίζει όμως να θυσιάσεις την ίδια σου την αγάπη για ένα σχέδιο;

Ο Σαμ δεν ξέρει. Το μόνο που γνωρίζει  είναι πως δεν μπορεί να εμπιστεύεται κανέναν. Η καρδιά του, σπασμένη. Σαν ένα καθρέφτη. Χίλια κομμάτια σπασμένα, χαμένα σε μία απέραντη λίμνη από αίμα. Αν δεν τα βρεις όλα, δεν μπορείς να ξαναφτιάξεις τον καθρέφτη. Ακόμη κι αν τον φτιάξεις, πάντα θα φαίνονται τα σπασμένα κομμάτια.  

Μα πώς να ξεχωρίσεις τα κομμάτια από αυτή την ερυθρή λιμνούλα;

Ίσως τα καταφέρεις, αν είσαι τυχερός και δεν πληγωθείς.

ΕκδίκησηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα