Κεφάλαιο 07

45 6 0
                                    

27 Φεβρουαρίου του 2012

Τελευταίες μέρες του Φλεβάρη. Πάει και αυτός ο μήνας. Τίποτα το ίδιο, τίποτα το διαφορετικό. Ίδια πρόσωπα, διαφορετικές προοπτικές. Ίδια μέρη, διαφορετικές στιγμές. Πλησιάζει όμως, πλησιάζει το ίδιο τέλος, το νιώθω.

«Έμιλι, έλα να φας, το φαγητό είναι έτοιμο.» Με διέκοψε από τη συλλογή μου, ο πατέρας. Το βλέμμα μου, μελαγχολικό, ατένισε το τοπίο έξω από το παράθυρο. Όλα σκοτεινά, όλα ίδια. Μα τίποτα να μην αλλάξει; Μόνο εμείς;

Περπάτησα στο τραπέζι, χαμένη στα κύματα των φόβων μου. Φόβος για το τι θα συμβεί, φόβος για εκείνον, φόβος για την αλήθεια. Ούτε ψίθυρος δεν ακούστηκε, το κλίμα άβολο, παγερό. Ένα χαμόγελο, που υπήρχε, σβήστηκε, χάθηκε, κρύφτηκε πίσω από την στεναχώρια.

«Δεν θα φάω άλλο, πάω στο δωμάτιό μου.» Είπα και σκούπισα το στόμα μου, με την χαρτοπετσέτα.

«Όπως θέλεις.» Είπε ο πατέρας.

Κλειδώνοντας την πόρτα, άφησα την μουσική να γεμίσει το δωμάτιο με τους ήχους της, να σπάσει αυτή τη νεκρική σιωπή και να με απαλλάξει από τις σκέψεις.

«Σταμάτα ρε μικρό! Σου είπα να μην με ενοχλείς τόσο δύσκολο είναι;» Με ρώτησε, τα μαλλιά του ανακατεμένα, πάλι θα αποκοιμήθηκε.

«Ξύπνησες στραβά και την πληρώνω εγώ; Μόνο μια χάρη θέλω ρε Έλλιοτ! Πήγαινέ με στο πάρτι!» Γκρίνιαξα, ήξερα ότι αν τον ενοχλούσα θα με πήγαινε, για να σταματήσω.

«Μια χαρά ξύπνησα. Είναι ανάγκη να πας κι εσύ; Ήθελα να σου μιλήσω κιόλας ρε μικρή.»

«Τι να μου πεις; Πάλι για τη Βανέσσα; Αφού εσύ την χώρισες, καλά να πάθεις τώρα.» Του είπα.

«Όχι, κάτι άλλο. Λοιπόν αν σε πάω σε αυτό το πάρτι, μετά θα μιλήσουμε;» Με ρώτησε.

«Εντάξει! Άντε τώρα, γιατί θα αργήσω!» Τον τράβηξα από το χέρι, καθώς γελούσε.

«Μμμ, κάποια είναι ανυπόμονη. Θα είναι και ο Κάιλ να φανταστώ;» Στο άκουσμα του ονόματός του, τα μάγουλά ροδοκοκκίνησαν.

«Ωωω μωρέ, τώρα ντράπηκε το μικρούλι.» Μου τσίμπησε το μάγουλο.

«Σκάσε!» Τον έσπρωξα, ενώ εκείνος γελούσε μαζί μου.

Επιτέλους έβαλε μπρος το αμάξι και άρχισε να οδηγεί, γιατί δεν θα άντεχα να με ρωτούσε κάτι άλλο.

«Γιατί δεν βάζεις το στέρεο να παίζει;» Πάντα μα πάντα βάζουμε μουσική στο αμάξι και τραγουδάμε.

ΕκδίκησηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα