Κεφάλαιο 22

17 2 0
                                    

Οι μέρες κυλούσαν. Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες. Όλοι επέστρεψαν στη ρουτίνα τους, ξεπέρασαν την απώλεια της Zoe φαίνεται και συνέχισαν. Δε μπορώ να πω το ίδιο όμως και για τον Βασίλη, αλλά και για εμένα. Κάθε βράδυ στο μπαράκι, μήπως και απαλύνουμε κάπως τον πόνο, μήπως καταφέρουμε τελικά να επουλώσουμε τις πληγές μας. Είναι τόσες πολλές και τόσο δύσκολο να επουλωθούν όμως. Δεν ξέρω αν ποτέ επουλωθούν.

Σήμερα δεν πήγα στο μπαράκι. Σήμερα πήγα σε εκείνο το μέρος που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε όταν οι μέρες ήταν ξέγνοιαστες, ή τουλάχιστον έτσι φάνταζαν μαζί της. Ευτυχώς αυτή την ώρα δεν υπήρχε άνθρωπος στην παραλία πέραν από τη θάλασσα και εμένα. Σήμερα είχε φουρτούνα και φαίνεται ότι για ακόμη μία φορά η θάλασσα με καταλάβαινε.

Κάθισα στην αμμουδιά και κοιτούσα το απέραντο μαύρο, που λαμπύριζε από το φως του φεγγαριού. Η μόνη πηγή φωτός για εκείνo. Η μόνη πηγή φωτός που θα την σώσει από το απέραντο σκοτάδι, αλλά η σελήνη δεν εμφανίζεται πάντα. Υπάρχουν μέρες που επιλέγει να μην υπηρετεί το μαύρο του ωκεανού, να μην εμφανίζεται για χάρη του. Υπάρχουν μέρες που η σελήνη δεν εμφανίζεται, γιατί βαρέθηκε. Βαρέθηκε να εμφανίζεται για χάρη κάποιου που δεν σώζεται ή τουλάχιστον για κάποιον που δε θέλει να σωθεί, αλλά να χαθεί μέσα στο σκότος, ακόμη και κάποιον που θέλει, αλλά πάντα γυρνά πίσω στο σκοτάδι.

Δεν αντέχω άλλη μαυρίλα στη ζωή μου.Τη βαρέθηκα, τη σιχάθηκα! Θέλω να δω κι εγώ λίγο φως, θέλω να έρθει και για τη δική μου χάρη κάποια πηγή φωτός. Να με βοηθήσει, γιατί δεν ξέρω αν μπορέσω να σωθώ τελικά.

-//-

«Σαμ κάθισε λίγο να μιλήσουμε». Μου είπε η Μαρίσσα καθώς έμπαινα στο σπίτι το πρωί.

«Είναι ανάγκη τώρα; Είμαι κουρασμένος».

«Θα περιμένω να ξυπνήσεις». Είπε υπομονετικά.

«Συνέβη τίποτα;». Τη ρώτησα, καχύποπτος.

«Τίποτα καινούριο, απλά θέλω να μιλήσουμε». Μου απάντησε.

«Καλά πες μου». Της είπα και κάθισα στο τραπέζι απέναντί της.

«Τηλεφώνησε ο Θόρν». Με πληροφόρησε τρίβοντας τα χέρια της. «Μου είπε ότι πρέπει να περάσεις μέσα στην εβδομάδα».

«Αυτό ήθελες; Έγινε ευχαριστώ». Πήγα να σηκωθώ, αλλά μου κράτησε το χέρι.

«Περίμενε». Με κοίταξε. «Ήθελα να μιλήσουμε αν θέλεις, ξέρεις για το αν νιώθεις έτοιμος να μιλήσεις έπειτα από όλα αυτά και γενικά για το αν θες να μιλήσεις».

ΕκδίκησηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα