Κεφάλαιο 03

51 6 0
                                    

<<Ορέστη, τελικά θα βρεθούμε σήμερα;>> Τον ρώτησα.

<<Δυστυχώς δε μπορώ, θα πάω στον Θοδωρή! Ήθελες να πάμε κάπου;>> Όλη αυτή η κατάσταση, με αηδιάζει. Δε θέλω ούτε να τον βλέπω, σιχαίνομαι να προσποιούμαι. Πάνω από όλα ξέρω, πως πρόδωσα τον μοναδικό άνθρωπο, που με καταλάβαινε. Το μοναδικό άτομο, που ήξερε τι περνάω και ταυτιζόταν κιόλας. Κι εγώ! Εγώ έφυγα. Τον παράτησα, αλλά το έκανα για εκείνον και για μένα, περισσότερο για εκείνον όμως. Για να μάθω. Έχω πάρει μια απόφαση και πρέπει να την ακολουθήσω.

Προχωρούσα με τον Ορέστη και τη Zoe στους διαδρόμους του σχολείου. Αν δεν ήταν κι εκείνη, ίσως να μιλούσα στον Σάμ. Τουλάχιστον δεν είναι τόσο θυμωμένη, όσο ο Βασίλης. Υπερασπίστηκε και με το παραπάνω τον Σάμ, τουλάχιστον ξέρω πως δεν θα είναι μόνος του. Υπάρχουν άνθρωποι να τον στηρίξουν. Το πόδια μου πονάνε, τα μάτια μου κατακόκκινα από το κλάμα, το σώμα μου ταλαιπωρημένο από το περπάτημα και το ξενύχτι όλες αυτές τις μέρες. Δεν έχει περάσει στιγμή, που να μην ψάχνω, να μην παρακολουθώ. Έχω να κοιμηθώ ήσυχα εδώ και εβδομάδες, κοντεύει Φλεβάρης. Στο σχολείο προσπαθώ να κρύψω τους μαύρους κύκλους. Ο πατέρας μου επιστρέφει σπίτι πιο νωρίς. Δεν ξέρω τι συμβαίνει, το μόνο που ξέρω είναι ότι άρχισα τα ψέματα πάλι. Υστέρα δεν πηγαίνω στη βιβλιοθήκη, μόνο τα μεσάνυχτα που έχουν φύγει όλοι. Μόνο αυτοί. Οι αναθεματισμένοι.

<<Έμιλι! Ξύπνα! Το κουδούνι έχει χτυπήσει!">>Φώναξε ο Ορέστης, επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα.

<<Α! Συγγνώμη. Αφαιρέθηκα. Zoe; Πάμε;>> Τον αποχαιρέτησα και μαζί με τη φίλη μου κατευθυνθήκαμε προς την τάξη της κυρίας Harisson.

<<Πάλι τον σκεφτόσουν;>>Στράφηκα προς το μέρος της. Λυπόταν,το έβλεπα στο πρόσωπό της.

<<Όχι.>> Της απάντησα προχωρώντας στη θέση μου, εκείνη να ξεφυσά από πίσω μου.

«Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου και σε εκείνον; Ίσως να μην τον συμπαθώ, όμως το βλέπω στα μάτια του πόσο σε αγαπάει. Λιώνει για σένα Έμ. Και όσο κι αν εσύ προσπαθείς να μου αποδείξεις το αντίθετο, μπορώ να καταλάβω, πως κι εσύ τον αγαπάς. Αυτό που δεν μπορώ όμως να αντιληφθώ, είναι γιατί το κάνεις αυτό. Τουλάχιστον θα μου εξηγήσεις;» Ησυχία επικράτησε ύστερα απ'αυτό. Και τι να της εξηγήσω; Πώς να της τα πω όλα αυτά; Ήθελα να της φωνάξω "Νομίζεις δεν το ξέρω;"Νομίζεις πως μου αρέσει όλο αυτό;' ,αλλά δεν είπα τίποτα, ώσπου ξαναπήρε το λόγο.

ΕκδίκησηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα