Κεφάλαιο 10

31 3 0
                                    

«Τι κάνετε εσείς οι δύο εδώ;» Ρώτησε ο Βασίλης. Γύρισα, να κοιτάξω τον Θοδωρή, ο οποίος ήδη με κοιτούσε.

«Μόλις φεύγαμε βασικά. Εσύ τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» Ρώτησε ο Θοδωρής κρύβοντας την έκπληξή του από τον Βασίλη.

«Δεν έχω ύπνο πια.» Δάγκωσε το πάνω χείλος του, αποφεύγοντας να μας κοιτάξει.

«Κι εμείς καθόμασταν και συζητούσαμε.» Του είπα.

«Στις τέσσερις το πρωί;» Με ρώτησε ο Βασίλης.

«Δεν είχαμε ύπνο.» Του απάντησα.

Δεν μιλήσαμε για λίγο, απλά κοιταζόμασταν όλοι και προσπαθούσαμε, να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Ο Βασίλης περπάτησε προς την αμμουδιά και κάθισε στην άμμο. Τον ακολούθησα κι εγώ.

«Δε φεύγατε;» Με ρώτησε.

«Θοδωρή θες να κοιμηθείς;» Τον ρώτησα.

«Όχι. Μισό λεπτό δώσε μου.» Μου χαμογέλασε και πήγε προς το αμάξι.

«Πώς και ήρθατε εδώ; Θυμάμαι δε του άρεσε αυτό το μέρος του Θοδωρή.»

«Ναι εγώ του είπα. Μου αρέσει αυτή η παραλία. Το πέλαγος φαίνεται μεγαλύτερο και είναι και μακριά από την πόλη.» Του απάντησα.

«Σε αυτό θα συμφωνήσω.» Με κοίταξε. «Πώς είσαι;» Ρώτησε.

«Τέλεια, πετάω από την χαρά μου!» Είπα ειρωνικά, προκαλώντας το γέλιο του.«Πώς να είμαι ρε Βασίλη;»

«Ξέρεις ποιος μου είπε να έρθω εδώ;» Με ρώτησε.

«Πώς δεν ξέρω. Εκείνος με είχε φέρει.. Ξεσπάς πολύ εύκολα εδώ.»

«Ναι, γι'αυτό το λόγο δεν έρχεται εδώ πια.Προτιμά να ξεσπά στο μπαράκι στην παραλία.» Είπε.

«Πώς είναι;» Τον ρώτησα, αυτό το ίδιο συναίσθημα,που είχα κρύψει στην καρδιά μου, να επανέρχεται στην επιφάνεια,όσο καλά κρυμμένο κι αν ήταν.

«Χάλια όπως όλοι μας. Ποτέ μου δεν μπορούσα να ψυχολογήσω τον Σαμ, μέχρι τώρα. Τώρα μπορώ να τον καταλάβω.» Είπε. «Αν δεν τα έχεις περάσει δεν καταλαβαίνεις έτσι;»

«Έτσι.» Ψιθύρισα, αγναντεύοντας το πέλαγος.

«Το θέμα είναι πως ακόμη κι αν έχεις χάσει τόσους ανθρώπους, εσένα ποτέ δεν θα σε καταλάβω, Έμιλι.» Αναφώνησε. «Νόμιζα, πως μπορούσα, αλλά αποδείχθηκα λάθος τελικά.» Είπε.

ΕκδίκησηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα