Κεφάλαιο 20

12 2 0
                                    

«Τι ώρα τελειώνεις σήμερα;». Ρώτησα την κοπέλα, αφού άφησε το ποτήρι στο τραπέζι μου.

«Γιατί ρωτάς;». Με ρώτησε με ανασηκωμένο το ένα της φρύδι.

«Αν ήθελες να πάμε καμιά βόλτα». Της χαμογέλασα.

«Κατά τις τρεις». Είπε και έφυγε.

Τι κάνεις Σαμ;

Προχωράω. Αυτό που πρέπει να κάνω. Να την ξεχάσω...Η ώρα περνούσε και εγώ έπινα το ένα ποτήρι ουίσκι πίσω από το άλλο.

«Πάμε;». Με ρώτησε η κοκκινομάλλα κρατώντας το μπουφάν της.

«Έλα». Την πήρα από το χέρι και αφού ανέβηκε στη μηχανή μετά από εμένα κίνησα για το σπίτι. Όταν φτάσαμε, ξεκλείδωσα την πόρτα και την οδήγησα στο σαλόνι.

«Νόμιζα θα πηγαίναμε βόλτα». Μου είπε, ενώ της έδωσα ένα μπουκάλι μπύρα.

«Αυτό δε σ'αρέσει;»

«Δε λέω...Λοιπόν; Ούτε το όνομά σου δε ξέρω». Με κοίταξε.

«Σαμ»

«Έμιλι». Είπε χαμογελώντας.

«Πώς!;»

«Έμμα». Με κοίταξε περίεργα.

«Α, δεν άκουσα καλά την πρώτη φορά». Δε ρώτησε.

«Γιατί έρχεσαι στο μπαράκι και τα πίνεις;»

«Έχετε καλό προσωπικό». Την πλησίασα αρκετά κοντά κι εκείνη δεν έδειξε να ενοχλείται.

«Μάλιστα. Καλά κάνεις και μας προτιμάς». Από τέτοια απόσταση μπορούσα να νιώσω την ανάσα της. Χωρίς να πω κάτι άλλο, την φίλησα και εκείνη ανταποκρίθηκε, τοποθετώντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου. Συνεχίσαμε για αρκετή ώρα μέχρι να έχουν αφαιρεθεί και οι μπλούζες μας. Εκείνη ξάπλωσε επάνω μου και άρχισε να φιλάει από τους ώμους μου μέχρι το στομάχι μου και πάλι ξανά να καταλήγει στα χείλη μου.

Μετά από λίγο άνοιξα τα μάτια μου και την αντίκρισα.

«Έμιλι». Ψιθύρισα.

«Τι στο διάλο;». Απομακρύνθηκε από επάνω μου και με κοίταξε ενοχλημένη.

«Σήκω και φύγε».

«Τρελός είσαι αγόρι μου;». Μου φώναξε. «»Πρώτα με φιλάς και ύστερα με διώχνεις;».

«Φύγε λέμε!». Της πέταξα τη μπλούζα της και σηκώθηκα από τον καναπέ. Έβαλε την μπλούζα της, πήρε το μπουφάν της και έκλεισε με δύναμη την πόρτα.

ΕκδίκησηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα