Κεφάλαιο 11

14 3 0
                                    

Καθώς περπατούσα στο διάδρομο του σχολείου, προσπαθώντας να προσπεράσω τους μαθητές, ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει προς τα πίσω. Γύρισα να δω ποιος είναι και αντίκρισα τον Ορέστη. 

«Έλα μαζί μου τώρα!». Φώναξε αρκετά δυνατά, ώστε να τον ακούσουν όλοι και με οδήγησε σε μια αίθουσα. Τα βλέμματα όλων καρφωμένα πάνω μας.

«Τι θέλεις πάλι; Πραγματικά δεν σε αντέχω». Να φωνάζω μέχρι να κλείσει την πόρτα της αίθουσας. Όταν συναντήθηκαν τα βλέμματά μας, αρχίσαμε να γελάμε ο ένας με τον άλλο.

«Σήμερα ήσουν πιο πειστική». Σχολίασε.

«Προσπαθώ κι εγώ». Του χαμογέλασα. Μου έδωσε μια χαρτοσακούλα που είχε κρύψει κάτω από ένα θρανίο και αρχίσαμε να τρώμε σιωπηλά, μετρώντας τα δευτερόλεπτα.

«Λοιπόν, ξέρεις. Βγαίνεις έξω θυμωμένη και μου φωνάζεις. Σήμερα θα σε αφήσω να αυτοσχεδιάσεις». Γέλασε. Του χαμογέλασα και για μερικά λεπτά δεν μιλήσαμε.

«Σήμερα είναι η ομιλία σου. Είσαι προετοιμασμένη;» Με ρώτησε.

«Έτσι πιστεύω, βέβαια έχω πολύ άγχος».

«Μην ανησυχείς θα τα πας μια χαρά». Με καθησύχασε. «Ούτως ή άλλως άρχισαν να σε συμπαθούν πολλά άτομα. Έχεις ελπίδες». Μου είπε.

«Ο..».

«Ο βασιλιάς;» Με ρώτησε κι εγώ του έγνεψα καταφατικά.

«Ξέρει για την ομιλία σου προφανώς και όπως προέβλεψα. Μου είπε να σε έχω από κοντά. Αυτό που μένει αυτή τη στιγμή είναι να πείσουμε τα μέλη. Αύριο να ξέρεις, θα χωρίσουμε και φυσικά θα φταίω εγώ, για να έρθουν με το μέρος σου οι περισσότεροι».

«Ορέστη δεν έχω λόγια». Του είπα.

«Δε χρειάζεται να πεις κάτι. Μετά από όλα αυτά, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω». Μου χάιδεψε το πρόσωπο. «Λοιπόν, βγες τώρα έξω και φρόντισε να είσαι θυμωμένη». Χαμογέλασε.

«Όπως διατάξατε!» Τον ειρωνεύτηκα, γελώντας. Άνοιξα την πόρτα της αίθουσας και αφού απέκτησε μία θυμωμένη έκφραση το πρόσωπό μου, άρχισα να φωνάζω. «Μη μου μιλάς, δεν σε αντέχω άλλο!». Του φώναξα και πήγα προς το ντουλαπάκι μου.

«Άντε παράτα μας ρε Έμιλι». Φώναξε εκείνος από πίσω μου.

Άνοιξα το ντουλαπάκι μου, αγνοώντας τα δεκάδες βλέμματα που μου έριχναν και πήρα τα βιβλία μου για το επόμενο μάθημα. Κλείνοντας το ντουλαπάκι μου , κατευθύνθηκα προς την τάξη και κάθισα στο θρανίο μου. Μετά από λίγο μπήκε και ο Θοδωρής, όμως αυτό που με παραξένεψε ήταν το γεγονός ότι κάθισε δίπλα μου και όχι στην Άννα, η οποία τον κοίταζε επίμονα.

ΕκδίκησηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα