Κεφάλαιο 12

11 3 0
                                    

«Ορέστη περίμενε! Σε παρακαλώ!». Έτρεχα πίσω του φωνάζοντας. Σταμάτησε να περπατάει τόσο γρήγορα.

«Τουλάχιστον ήλπιζα ότι θα ήσουν ειλικρινής μαζί μου 'Εμιλι».

«Δε μπορούσα. Θα με-»

«Θοδωρή φύγε, θέλω να μιλήσω με την Έμιλι».

«Δε φταίει η Έμιλι. Εγώ της είπα να μη σου μιλήσει». Είπε ο Θοδωρής ντροπιασμένος.

«Φύγε Θοδωρή!» Του φώναξε ο Ορέστης και εκείνος ξεφύσηξε ανήσυχος, αλλά έφυγε. Τότε γύρισε να με κοιτάξει.

«Δε σε πιστεύω. Γιατί δε μου το είπες; Και άσε αυτά που λέει ο Θοδωρής. Γιατί ρε Έμιλι;».

«Γιατί ντρεπόμουν. Στην αρχή δεν το είχα συνειδητοποιήσει, αλλά μετά απέκτησα τύψεις και δεν μπορούσα να σου το πω».

«Δε θα σου έλεγα να μιλήσεις έτσι απόψε αν ήξερα! Τα χάλασες όλα! Ενώ προσπαθώ να σε γλιτώσω, εσύ απλά πας και μου κρύβεις κάτι το τόσο σοβαρό!». Φώναξε αγανακτισμένος . «Είναι τόσο δύσκολο να με εμπιστευτείς πια;»

«Το ξέρω, συγγνώμη».

«Τι να το κάνω τώρα; Είναι πολύ αργά. Πρέπει να σκεφτώ τι θα κάνουμε καταλαβαίνεις; Θα σε βρει κι εσένα και τον άλλο έτσι όπως τα καταφέρατε..». Είπε περπατώντας δεξιά και αριστερά.

«Δεν περίμενα να συμβεί αυτό». Είπα με κατεβασμένο το κεφάλι.

«Δυστυχώς δεν είσαι προνοητική, Έμιλι. Πριν κάνεις κάτι, απλά κάτσε και σκέψου τι αποτέλεσμα θα έχει». Αναφώνησε.

Δεν είπα κάτι, τον άφησα να σκεφτεί.

«Τουλάχιστον τον εξαφανίσατε;». Ρώτησε.

«Ναι τον έκαψε ο Θοδωρής». Είπα κλείνοντας τα μάτια μου.

«Ευτυχώς που το σκέφτηκε». Μουρμούρισε. «Σας είδε κανείς;».

«Όχι, αν και ήρθε ο Βασίλης μετά».

«Α ναι σωστά. Δεν υποψιάστηκε κάτι ε;». Με ρώτησε ανήσυχος.

«Όχι είχε ήδη καεί και εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόμασταν να φύγουμε».

«Δε ξέρεις πόσο έξαλλος είμαι αυτή τη στιγμή». Με κοίταξε επικριτικά.

«Συγγνώμη». Με κοίταξε. «Δε ξέρω τι άλλο να πω».

«Να σταματήσεις και να πας σπίτι σου. Εγώ θα κάτσω να σκεφτώ». Πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του.

ΕκδίκησηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα