Κεφάλαιο 22

846 118 15
                                    

Είχα ετοιμάσει τα πράγματα μου και ήμουν με τον Μαξ και τον Ντέιβιντ στην είσοδο  του σχολείου και περιμέναμε την μαμα. Ο Ντέιβιντ με είχε αγκαλιά και έδινε στον Μαξ κάποιες συμβουλές.

Ότι;ν ήρθε η μητέρα μας βγήκε απο το αυτοκίνητο χαιρέτισε τον Ντέιβιντ και τον κάλεσε να έρθει την ημέρα των χριστουγέννων να φάει μαζί μας και μετά να φεύγαμε μαζί. Εκεινος δέχτηκε την πρόταση. Ο Μαξ έβαλε τις αποσκευές στο αυτοκίνητο και βουλε, b.υτικέ στο μπροστινό κάθισμα.
"Λοιπόν θα τα πούμε αύριο πριγκίπισσα. Θα μου λείψεις." "Κι εμένα." Του είπα Και επιτέθηκε στα χείλη μου. "Σορρυ που το χαλάω αλλά πρέπει να φύγουμε." Φωναξε ο Μαξ από το αμάξι.  "Όταν φτάσεις πάρε με τηλέφωνο." Είπε και μου άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.
"Μάλιστα."

Είχαμε φτάσει σπίτι. Ο αδελφός μου είχες πάει την βαλίτσα στο δωμάτιο μου και εγώ καθόμουν στα σκαλιά έξω από την πόρτα του σπιτιού και είχα το τηλθ σα χερια μου. Πάτησα στα αγαπημένα βρήκα τον αριθμό του και τον πήρα

"Φτάσατε; Πως εισαι;" "Γεια λέει ο κόσμος." " Γεια. Φτάσατε; Πως είσαι;" Είπε πολύ γρήγορα. "Φτάσαμε και είναι μια χαρά. Εσύ τι έπαθες?" "Εμ τίποτα απλός αγχώθηκα." "Μάλιστα. Εκεί όλα καλά?" "Όχι και όλα κάτι λείπει" "Τι λείπει;" "Εσύ" "Αχ μην μου το καινούριο εις αυτο. Think positive" "Μετράω τις ωρες. Λέω να ξεκινήσω από της εξι. Εσύ τι λες;" "Εγώ λέω να ηρεμήσεις. Μιάμιση ώρα δρόμος είναι." "Ναι εμ νομίζω θα κάνω λιγότερο χρονο.""Σε θέλω ζωντανό μην σκοτωθείς στον δρομο." "Τκξερεις πως δεν γίνεται." "Αχ τι συζήτηση πιάσαμε τώρα?" "Σωστά. Λοιπόν σκέφτηκα όταν φύγουμε να μην έχουμε καθόλου από δω και να πάμε κατευθείαν στο παλάτι. Τι λες?" "Δεν έχω πρόβλημα." "Ωραία τότε. Λοιπόν σε αφήνω πάω για..." "Κατάλαβα. Λοιπόν θα τα πουμε. Να προσέχεις. Φιλάκια" "Φιλάκια" είπε και τερματησαμε την κλήση.

Η ώρα είχε παει εννέα και ο αδελφός μου ετοιμαζόταν για να πάει σε ένα κλαμπ .ε τους φίλους του. Μου είχε προτείνει να πάω μαζί του αλλά δεν είχα όρεξη.

Καθόμουν στο κρεβάτι του όσο εκείνος ντυνόταν. Είχε βάλει ένα μαύρο παντελόνι με σχήσηματα ένα άσπρο κοντόμανικο μπλουζάκι και τα μαύρα του αρβιλα. Είχε φτιάξει το μαλλι και κοίταζε το είδωλο του στον καθρέφτη.
"Είσαι σίγουρος;" "Για πιο πράγμα?" Με ρώτησε και έκατσε δίπλα μου. "Ότι θα έχεις τον αυτοέλεγχο;" "Ναι εξοικειωθεί κάπως" είπε και κοίταξε άλλου "Μάλιστα. Και με τέτοιο κ;όρο θα βγεις με κοντόμανικο?" "Σωστά. Αν και δεν κρυώνω θα είναι καπως." Σηκώθηκε και άλλαξε με μια μαύρη μπλούζα και το μαύρο δερμάτινο τζακετ του. "Bad vampire boy." Του είπα και γελάσαμε και οι δύο. "Είσαι σίγουρη που θες να μείνεις μέσα? Έχω από τώρα τυψεις" είπε και κάθησε μπροστά μου στα γόνατα. "Μην έχεις τύψεις. Μια χαρά θα είμαι. Θα μιλήσω λίγο με τον Ντέιβιντ και μέγα θα πέσω για ύπνο." "Εντάξει. Πες χαιρέτισματα στον Ντέιβ. Πάμε κάτω;"
Βγήκαμε από το δωμάτιο του και πήγε να κατεβεί τις σκάλες αλλά κατάλαβε ότι δεν τον ακουλουθω. "Έλα." "Μπα λέω να πάω στο δωμάτιο. Πες στην μαμά καληνύχτα. Και καλά να περάσετε."

Μίλαγα δυόμισι ώρες με τον Ντέιβιντ μέχρι που παραλίγο να με πάρει ο ύπνος.  Το κλείσαμε και έπεσα ξερή για ύπνο.

Ήμουν στο πάρκο της γειτονιάς μου κα καθόμουν σε ένα παγκάκι όταν ξαφνικά μπροστά μου εμφανίστηκε ένας τύπος με κόκκινα μάτια και κοφτερός κυνόδοντες.
"Μμμμ...τι γλυκιά μυρωδιά που έχεις." Είπε και με πλησίασε περισσότερο. "Αστην ήσυχη." Άκουσα την φωνή του Ντέιβιντ από δίπλα μου.
Μέσα σε λίγα δευτερα άρχισαν να παλεύουν. Όταν σταμάτησαν ο Ντέιβιντ ήρθε προς το μέρος μου. Ήταν γεμάτος αίμα και με κοίταζε με ένα αλαζονικό χαμόγελο. Τον φοβήθηκα. "Μην φοβάσαι." Είπε και ήρθε με φορά πάνω μου. Πήγα να φωνάξω αλλά έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και έμπηξε τους κυνόδοντες του τον λαιμό μου

"Άρια;Άρια;" Άκουσα την φωνή του αδελφού μου. Άνοιξα τα μάτια μου τρομαγμένη και τον κοίταξα. "Ήταν ονειρο. Ηρέμησε." Είπε και με έβαλε στην αγκαλιά του. "Τι ώρα ειναι;" "Τέσσερις. Κοιμήσου." Μου είπε και αυτό έκανα







Ντέιβιντ Pov

Η ώρα ήταν 7:30 και ξεκινούσαν για το σπίτι της Αρίας.  Λίγο πριν φτάσω έκανα στάση σε ένα ζαχαροπλαστείο και αγόρασα κάποια γλυκά. Χωρίς να χάσω χρόνο πάτησα το γκάζι και μετά από λίγο εφτασα σπίτι της.

Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε η μητέρα της.
"Καλημέρα χρόνια πολλά." Είπα γεμάτος ενέργεια. "Καλημέρα Ντέιβιντ χρόνια πολλά. Πρωινός πρωινός βλέπω." "Ναι είχα πει στην Άρια να σας ειδοποιήσει ." " Ναι μην ανησυχείς με ειδοποίησε. Περνά μέσα." Μπήκα με μέσα και μου κάνε νόμιμα να την ακολουθήσω. Πήγαμε στην κουζίνα άφησα τα γλυκά στον πάγκο και με ρώτησε αν ήθελα κάτι να πιω η να φάω.

Είχαν περάσει σχεδόν δύο ώρες και αποφάσισα να πάω στο δωμάτιο της Αριας.

Ήταν ξαπλωμένη και τυλιγμένη στο κόκκινο παπλώμα της. Την παρατηρούσα για λίγο και μετά πήγα και ξάπλωσα δίπλα της.

Ήθελα να την ξυπνησω. Εξάλλου η ώρα είχε παει 11:15 περίπου.

Έσκυψα πάνω από μάγουλο της και της το φίλησα. Έπειτα κατέβηκα προς τον λαιμό της και ερζισα να της δίνω υγρά φιλιά και μικρες δαγκώματιες. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο από πόνο.
"Άρια ξυπνα." Της είπα σιγά και έκανε προσπάθεια για να ανοίξει τα μάτια της. "Έλα μωρό μου δεν μπορω να περιμένω άλλο. Ξύπνα." "Μμμ" είπε και γύρισε άνοιξε τα μάτια της και ξαφνιάστηκε μόλις με είδε. "Καλημέρα μωρό μου." Της είπα χαμογελαστός. "Καλημέρα" είπε και της ξέφυγε ένα  χασμουρητό.

Γεια σας.

Τι κάνετε ελπίζω να είστε καλά.

Καινούργιο κεφάλαιο.

Περιμένω σχόλια για το
πως σας φάνηκε.

Μεγάλο κεφάλαιο αποτι βλέπεται.

Αν σας άρεσε μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι

Τα λέμε στο επόμενο παρτ
Φιλιά 😘
Cu...

New Life IWhere stories live. Discover now