Γκρινιάρης

39 14 12
                                    

Κάποτε, μία και μόνο ακτίνα με μαγική σκόνη κατάφερε να πέσει στη γη. Έπεσε από τους αγγέλους καθώς τη μετέφεραν στη χώρα των λουλουδιών, όπου ήταν πάντα άνοιξη, για να τη προστατέψουν από τον βαρύ χειμώνα που ετοιμαζόταν να έρθει. Η μαγική σκόνη έλουσε ένα από τα μεγάλα αυγά των νάνων. Βλέπετε, έτσι γεννιούνται οι νάνοι. Η ίδια η φύση δημιουργεί τα αυγά, έτσι ώστε όταν εκκολαφθούν πλήρως να εμφανιστούν από μέσα νάνοι, ήδη μεγαλωμένοι, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τα τσεκούρια τους θα αρχίσουν να σκάβουν τα ορυχεία για μέταλλα και χρυσό. Έτσι λοιπόν, όταν έφτασε η μέρα, τα αυγά (μαζί με αυτό που είχε μαγευτεί από τη σκόνη) άρχισαν να σπάνε και να εμφανίζεται η επόμενη γενιά των νάνων – εργατών. Όταν τελικά είχαν ανοίξει όλα, ο κάθε καινούργιος νάνος έπρεπε να πάρει την αξίνα του, για να μάθει το όνομά του. Κάθε φορά που ένας νάνος άγγιζε την δική του αξίνα, ένα όνομα εμφανιζόταν πάνω της. Αυτό θα ήταν και το τελικό του όνομα. Ο Σοφός και ο Χαρούμενος ήταν οι πρώτοι. Ακολούθησαν οι Ντροπαλός, Υπναράς, Συναχωμένος και Χαζούλης. Είχε μείνει άλλος ένας νάνος. Αυτός που βγήκε από το μαγικό αυγό. Έπιασε την αξίνα και διάβασε δυνατά... ‘’Ονειροπόλος’’. ‘’Ονει...τι; Τι είδους όνομα είναι αυτό;’’ είπαν με ιδιαίτερη απογοήτευση οι υπόλοιποι νάνοι. Και τους απάντησε ο Σοφός ‘’η αξίνα δεν λέει ποτέ ψέματα Ονειροπόλε. Αυτός είσαι πλέον...’’ και ο Ονειροπόλος χαμογέλασε γεμάτος ελπίδα ότι οι νάνοι θα τον συμπαθήσουν. Με τον καιρό, ο Ονειροπόλος έκανε φανερές προσπάθειες για να γίνει μέλος της ομάδας των νάνων. Έσκαβαν μαζί, έκαναν δουλειές μαζί και είχαν όλοι έναν κοινό σκοπό. Παρόλα αυτά, ο Ονειροπόλος δεν είχε ουσιαστική φιλία με τους άλλους έξι νάνους. Πάντα ξεχώριζε και η δουλειά δεν ήταν το μόνο πράγμα που τον ενδιέφερε. Κάθε φορά που χτυπούσε με την αξίνα του τα πετρώματα του ορυχείου, μιλούσε για αγάπη, ταξίδια σε μακρινούς τόπους... Μιλούσε για τα όμορφα πράγματα της ζωής. Πίστευε πως μια μέρα η τύχη των νάνων θα αλλάξει, και θα είναι πια ελεύθεροι να ζήσουν ευτυχισμένοι, μακριά από τις απαίσιες συνθήκες εργασίας στα βρώμικα ορυχεία. Μα κανένας νάνος δεν ενδιαφερόταν. ‘’Είσαι απλώς ένας χαζός’’, ‘’αυτά που λες δεν γίνονται, κατέβα λίγο από τα σύννεφα’’, ‘’ωραία ακούγονται όλα αυτά, αλλά σοβαρά νομίζεις ότι μπορείς να ζήσεις όπως ονειρεύεσαι;’’. Αυτές ήταν μερικές από τις ‘’συμβουλές’’ των υπόλοιπων νάνων. Ο Ονειροπόλος απογοητευμένος ως ήταν, για μια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει. ‘’Ίσως να έχουν δίκιο. Ίσως όλα αυτά να είναι απλώς στο μυαλό μου’’. Αμέσως το μετάνιωσε, ‘’μα τι λέω; Εγώ θα σταματήσω να ονειρεύομαι; Ποτέ!’’. Αποφασισμένος ο Ονειροπόλος να βρει το όνειρό του, παράτησε την αξίνα του και έτρεξε σε ένα κοντινό δάσος, να ρωτήσει πώς μπορεί να φύγει μακριά από αυτή τη μίζερη χώρα. Κανείς δεν του έδωσε σημασία φυσικά... πλέον όμως είχε συνηθίσει. Δεν πτοήθηκε. Ρώτησε ξανά και ξανά. Ξαφνικά, άκουσε μια πολύ ψιλή φωνή από πίσω του.

Νεφελοβάτης / NefelibataWhere stories live. Discover now