41. "Έκσταση."

750 79 297
                                    

Πέντε μήνες αργότερα

«Πεινάω και το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει!» μουρμουράω, παίρνοντας θέση δίπλα στον αδερφό μου στη κουζίνα.

«Περίοδος;» ρωτάει ο πατέρας μου.

«Όχι.» απαντάω. Βάζω δημητριακά με γάλα στο μπολ μου.

«Πως πάει η μετακόμιση;» ρωτάει ο αδερφός μου.

Αρπάζω μια φέτα ψωμί με μέλι από το πιάτο του «Καλά, πιστεύω σήμερα να τελειώσουμε τελείως και με τα μικροπραγματα.» λέω «Αν είχες πάρει τον κωλο σου να βοηθήσεις και εσύ, θα είχαμε τελειώσει.»

«Εγώ είμαι γεννημένος για μεγάλα πράγματα, δεν μπορώ να ασχολούμαι με ανούσια.» τι χαζός.

«Ναι, το παλικάρι μου από έπιπλα και πάνω μπορεί.» τον κοροϊδεύει η μαμά.

«Πες τα ρε μάνα.» Χριστέ μου, είναι ηλιθιος.

«Δεν πιστεύω να 'σαι τίποτα έγκυος.» πετάει στο άκυρο ο πατέρας μου.

Τον κοιτάζω σαν να έβγαλε δεύτερο κεφάλι.

Ο αδερφός μου δίπλα μου χασκογελάει «Αυτό ρε μπαμπά προϋποθέτει να το εξασκείς το σπορ.»

«Γιατί, ποιος σου είπε εσένα ότι δεν το εξασκεί;» πετάει η μάνα μου. Τα κεφάλια τους γυρνούν ταυτόχρονα σε μένα και ύστερα στη μητέρα μου.

«Τι ξέρεις, Ναταλία;!» λέει ο πατέρας μου.

«Μάνα και κόρη κάνατε κόμμα!» παραπονιέται ο αδερφός μου.

Η μαμά μου ατάραχη, παίρνει ένα ποτήρι, το γεμίζει με νερό και το αφήνει δίπλα στον πατέρα μου, δίνοντάς του ένα χάπι.

«Η καρδιά σου, Σωτήρη μου.» τον πειράζει.

Προσπαθώ με χίλια ζόρια να μην γελάσω, αλλά αποτυγχάνω.

«Η καρδιά μου!» δηλώνει ο πατέρας μου «Φέρτε μου τον Αποστολάκη να τον πλακώσω στο ξύλο τον μπινέ!»

«Τον πουστη, που θα μου πηδηξει την αδερφή!» λέει ο Πέτρος. Οι γονείς μου τον κοιτάζουν αμέσως, έτοιμοι να τον σκοτώσουν και εγώ το παίρνω σαν σήμα να αποχωρήσω.

«Αποχωρώ ησύχως.» ανακοινώνω, παίρνοντας μια ακόμα φέτα από τον Πέτρο.

«Αποχωρείς που αποχωρείς μωρή, πρέπει να μου φας και το φαΐ;» παραπονιέται.

Τσιμπαω το μάγουλό του ως απάντησή και χαιρετώ τους γονείς μου, παίρνοντας τη τσάντα μου στα χέρια μου.

What IfΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα