Κεφάλαιο 12 (Ε)

4K 411 17
                                    

*____________________________________________________________________________*

Τα περιστέρια που φαινόντουσαν από το παράθυρο του δωματίου μου, φαίνεται σαν να με κοροϊδεύουν όταν με βλέπουν να τα κοιτώ..

Με κορόιδευαν γιατί ήταν ελεύθερα και μπορούσαν να πετάξουν μακριά και όπου ήθελαν. Ήταν ελεύθερα, όχι κλεισμένα, σε ένα δωμάτιο περιμένοντας κάποιος να ανοίξει την πόρτα.

Δεν ήθελα να βρίσκομαι εδώ. Έκλεισα τα μάτια μου και άρχισα να ονειρεύομαι. Τον καθαρό αέρα να έρχεται πάνω μου. Τον ήλιο να μου ζεσταίνει το δέρμα μου. Τα πουλιά να κελαηδάνε στα δέντρα. Τους γονείς μου να μου χαμογελάνε. Την ζεστασιά της αγκαλιάς της μητέρας μου. Την σοφή φωνή του πατέρα μου να μου λέει συμβουλές. Την θάλασσα που έβρεχε τα πόδια μου

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Λούκ. Στα χέρια του κρατούσε ένα πιάτο που αν έκρινα από την μυρωδιά, ήταν βρόμη. Φαινόταν σαν να νιώθει άβολα, μπορεί και όχι, δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς. Βέβαια τις τελευταίες μέρες και βασικά όσες είμαι εδώ κλεισμένη, δεν μπορούσα να καταλάβω καλά τα συναισθήματα των άλλων, ούτε καν τα δικά μου για να λέω την αλήθεια. Παρ' όλα αυτά υπήρχαν πολλές υπηρέτριες που θα μπορούσαν να κάνουν αυτή την δουλεία.

"Σου έφερα το πρωινό σου." είπε και το ακούμπησε στο τραπέζι κάτω από το καθρέπτη. Έμεινε λίγο να με κοιτάει με αυτά τα καφέ μάτια "Έμμα...αν περνούσε από το χέρι μου, να ξέρεις δεν θα έκανα κάτι τέτοιο-"

Και εκεί που μόλις ήταν έτοιμος να αρχίσει να φλυαρεί, με αισχρούς συναισθηματισμούς, η πόρτα άνοιξε για να αποκαλυφθεί η μια και μοναδική Τζέιν. Με κοίταξε λίγο και τον πλησίασε και σχεδόν ψιθυριστά του μίλησε

"Λούκ, ο βασιλιάς ζητάει την παρουσία της Έμμα. Πήγαινε και πες του ακριβώς ότι σου είπα εγώ."

Έκανα λίγα βήματα από το σημείο που ήμουν, κοντά τους. Εκείνη με κοίταξε και μετά έκανε ένα νεύμα με το χέρι της στον Λούκ να πάει έξω. Της χαμογέλασα και έβαλα το χέρι μου στην μικρή τσέπη από το φόρεμα που φορούσα. Μέσα μπορούσα να νιώσω την αιχμηρή επιφάνεια του μαχαιριού που είχα κρύψει εκεί χθες. Δεν ήταν στιγμή να την χρησιμοποιήσω, ακόμα.

Όταν την κοίταξα ξανά μπορούσα να δω αυτή την κρύα μάσκα που φορούσε συνεχώς να αρχίσει να σπάει, από κάτω ανησυχία και φόβος.

"Τζέιν....φοβάσαι τον βασιλιά μήπως;" η φωνή μου σκληρή και ειρωνική. Είχα αρχίσει να απολαμβάνω τόσο αυτή την καινούρια δύναμη που είχα αποκτήσει.

Με κοίταξε απότομα και γούρλωσε τα μάτια της, ενώ σούφρωσε τα χείλη της και με γρήγορα βήματα βγήκε έξω και κλείδωσε την πόρτα. Που στην πραγματικότητα άμα ήθελα θα την είχα ανοίξει μέχρι τώρα. Δεν χρειαζόμουν κανένα κλειδί. Με μια εντολή μου θα μπορούσα να βγω....όμως ήθελα να δω τι θα γίνει.

Έχω μια υποψία πως ότι και να γίνει θα έχει τόσο πλάκα. Άρχισα να γελάω και κάθισα στο κρεβάτι μου.

Ήμουν τόσο χαζή να μην αποδεχτώ πιο πριν αυτή την δύναμη που πάντα είχα μέσα μου. Το σκότος ήταν τόσο ωραίο. Είχα σταματήσει να πονάω. Στην αρχή ήταν απλά ένα μούδιασμα. Δεν μπορούσα να νιώσω τα χτυπήματα της Λόρεν, αλλά μετά έγινε πιο δυνατό. Δεν μπορούσα να νιώσω τίποτα και για μια φορά χαιρόμουν για αυτό. Άλλα κάτι με τραβούσε πίσω, να γίνω πάλι ο παλιός μου εαυτός και ότι είναι θέλω να καταστραφεί. Δεν με νοιάζει πια να ενδιαφέρομαι!

Τα μάτια μου τα επόμενα λεπτά φάνηκαν να παίζουν παιχνίδια με το μυαλό μου, αφού έβλεπα πράγματα τα οποία δεν υπήρχαν. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και τα έτριψα με το πίσω μέρος των χεριών μου. Όταν όμως τα άνοιξα υπήρχαν ακόμα εκεί μπροστά μου οι δύο μορφές.

"Δεν μπορεί." ψιθύρισα στον εαυτό μου.

Ανασηκώθηκα λίγο και έμεινα να κοιτάω. Εκεί....μπροστά μου είναι οι γονείς μου.

Με λυπημένα πρόσωπα, με ρούχα κόκκινα από το αίμα. Η όψη τους, σαν εικόνα που έχεις αφήσει στον ήλιο να, ξεθωριασμένη.

"Μαμά;" βγαίνει πνιχτά από το στόμα μου. Κάλυψα το στόμα μου με το χέρι μου και ένιωσα το πρόσωπο μου γεμάτο δάκρυα.

Όταν μίλησα σαν να με άκουσε έσκυψε το κεφάλι της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο πατέρας απλά κάθεται και με κοιτάει απογοητευμένα κουνώντας το κεφάλι του.

"Το σκότος έχει πάρει την κάποτε αθώα ψυχή σου Έμμα. Αντί να αντισταθείς τον πειρασμό υπέκυψες στις σκοτεινές επιθυμίες σου. Δεν είναι αυτή η κόρη που αναθρέψαμε με αληθινή αγάπη και καλοσύνη. Δεν είσαι πια ο εαυτός σου. Έχεις γίνει ένα τέρας... " ο πατέρας μου ψιθυρίζει σε εμένα.

Τότε άρχισαν να ξεθωριάζουν, μέχρι που έμεινα να κοιτάω το κενό. Δεν ήταν πια εκεί, όμως μπορούσα να ακούσω πάλι την φωνή του πατέρα μου . Δεν είσαι πια ο εαυτός σου....πολέμησε το σκότος Έμμα.

*__________________________________________________________________________* 

Queen Of DarknessWhere stories live. Discover now