3ο)Ακατανίκητη έλξη_

113 8 4
                                    

3_ Ακατανίκητη έλξη_

[ της Χριστίνας Λέλη ]


ΗΣ ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΙ ΕΤΕΙΝΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ.


«Στέλιος», συστήθηκε.


«Βάσια, χάρηκα».


Η χειραψία του δυνατή και ζεστή, της έκανε εντύπωση. Το άγγιγμα των


δαχτύλων του, αν και τραχύ, της προκάλεσε ανατριχίλα σε όλο το κορμί κι έβαψε


τα μάγουλά της κόκκινα με μια έξαψη πρωτόγνωρη. Τον παρατήρησε για λίγο.


Ήταν άνθρωπος του μόχθου και φαινόταν.


Τίποτα δεν του είχε χαριστεί. Τα ρούχα του, φτωχικά και απλά. Ένα μπλε τζιν,


γκρι καρό πουκάμισο, μαύρα μποτάκια και μαύρο κοτλέ σακάκι. Όλα


πολυκαιρισμένα, αλλά πεντακάθαρα και καλοσιδερωμένα. Φροντισμένα με


επιμέλεια. Στα μαλλιά του είχαν ήδη εμφανιστεί, πολύ πρώιμα είναι η αλήθεια, οι


πρώτες γκρίζες τρίχες.


Όμως αυτό που τη μαγνήτισε περισσότερο ήταν το βλέμμα του, έντονο και βαθύ,


την απογύμνωνε με την καθαρότητά του. Κι όμως μέσα του διέκρινε καθαρά


κάποιες ρωγμές, σαν αυτές που αφήνουν τα παλιά τραύματα.


«Λοιπόν, εγώ να πηγαίνω τώρα».


Να πηγαίνει; Πού; Κιόλας; Ακόμα δεν ήρθε! Πανικοβλήθηκε! Με ένα θάρρος


πρωτόγνωρο για το χαρακτήρα της, ακούμπησε το μπράτσο του.


«Έλεγα να τσιμπήσω κάτι. Μήπως θα ήθελες να μου κάνεις παρέα Το χαμόγελό του τη ζέστανε σαν τον ανοιξιάτικο ήλιο.


«Θα το ήθελα πολύ... Αν με αφήσεις να κεράσω...».


Η πρότασή του την ξάφνιασε. Ήξερε από τον κυρ Μιχάλη πόσο δύσκολα τα


έφερνε βόλτα. Στην αρχή πήγε να αρνηθεί, αλλά τελικά αποφάσισε να μην τον


προσβάλει.


«Υπό έναν όρο! Μετά κερνάω παγωτό!»


«Φύγαμε».


Ξεκίνησαν να περπατούν δίπλα - δίπλα, σαν δυο παλιοί γνώριμοι. Αποφάσισαν


να μην καθίσουν κάπου, αλλά να περπατήσουν στα στενά της Πλάκας τρώγοντας


κάτι πρόχειρο. Μετά τις αρχικές της αντιρρήσεις, ο Στέλιος την έπεισε τελικά να

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now