7Βο)

83 7 4
                                    

Εκείνη την μέρα ήταν ήδη μεσημέρι κι η Βάσια μαγείρευε στο σπίτι του Στέλιου.
Από τότε που τα ξαναβρήκανε δεν θυμάται να είχε κοιμηθεί κάποιο βράδυ σπίτι
της. Είχε μόλις βάλει το γιουβέτσι στο φούρνο όταν χτύπησε το κινητό της.
«Ναι, παρακαλώ η κυρία Νικολάου;», τη ρώτησε μια ευγενική φωνή στο
τηλέφωνο. «Η ίδια», απάντησε.
«Σας τηλεφωνούμε από το μικροβιολογικό κέντρο που κάνατε τις εξετάσεις πριν
λίγες μέρες. Φαίνεται ότι κάτι δεν πήγε καλά στις εξετάσεις σας. Θα μπορούσατε να
έρθετε να κάνετε μια επαναληπτική εξέταση; Μην ανησυχείτε δεν είναι τίποτα»,
άκουσε να της λέει η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής αλλά αντί να την
καθησυχάσει την ανησύχησε περισσότερο.
«Μπορείτε να μου πείτε τι συμβαίνει;» την ρώτησε επίμονα η Βάσια.
«Τίποτα σοβαρό. Ελάτε όμως από εδώ αύριο κιόλας. Κάποιο πρόβλημα με τα
λευκά σας», της είπε και της έκλεισε το τηλέφωνο.
Δεν είχε προλάβει να κατανοήσει καλά - καλά τι της είχανε πει μόλις στο
τηλέφωνο όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο σπίτι ο Στέλιος. Έτσι όπως την είδε
χλωμή ανησύχησε.
«Είσαι καλά;», τη ρώτησε.
Η Βάσια ετοιμάστηκε να του πει τα πάντα, για το τηλεφώνημα, για τις εξετάσεις,
για όλα, αλλά εκείνη την ώρα το μάτι της έπεσε σε μια φωτογραφία που είχαν
βγάλει οι δυο τους πριν δυο μέρες. Φαινόταν τόσο χαρούμενοι και οι δύο. Αμέσως
μετά το μάτι της έπεσε στην άδεια κορνίζα πάνω στο ξύλινο σκαλιστό έπιπλο.
«Ναι, μια χαρά. Απλά δεν πέτυχα το φαγητό και στεναχωρήθηκα», του
απάντησε κι αμέσως του χαμογέλασε.
Τις επόμενες μέρες ο Στέλιος τις πέρναγε στη δουλειά κι η Βάσια στην
πολυκλινική κάνοντας εξετάσεις. Ακόμα δεν του είχε πει τίποτα. Ήθελε πρώτα να
το σιγουρέψει. Δεν ήθελε να τον ανησυχήσει χωρίς λόγο. Εκείνο το πρωί αυτός
έφυγε όπως πάντα και την φίλησε απαλά στο μάγουλο για να μην την ξυπνήσει.
Ένα λεπτό μετά σηκώθηκε και εκείνη.
Σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα. Θα έπαιρνε τα αποτελέσματα των εξετάσεων και
θα ήξερε επιτέλους τι είχε ακριβώς. Το ραντεβού ήταν στις 10 με το γιατρό αλλά δεν
άντεχε να περιμένει. Ντύθηκε γρήγορα, φόρεσε για γούρι το μπλε φουλάρι που
φορούσε την ημέρα που γνώρισε τον Στέλιο και πήγε στην πολυκλινική. Δεν
περίμενε πολύ στην κρύα αίθουσα αναμονής όταν η γραμματέας φώναξε το όνομα
της.
«Ο γιατρός σας περιμένει, περάστε».
Μπήκε με ασταθή βήματα στο ιατρείο και κάθισε σε μια καρέκλα.
«Έχετε έρθει μόνη;», τη ρώτησε κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά. «Δυστυχώς τα
αποτελέσματα δεν είναι καλά. Είναι αυτό που φοβόμασταν από την αρχή. Οξεία
λεμφοβλαστική λευχαιμία. Πρέπει να αρχίσουμε χημειοθεραπεία άμεσα. Έχουμε
αργήσει.
Μ' ακούτε;».
Βγήκε σαν υπνωτισμένη στον δρόμο. Λευχαιμία, χημειοθεραπείες, ποσοστά
επιβίωσης, φάρμακα, μέθοδοι θεραπείας όλα ήταν ανάκατα μέσα στο μυαλό της. Τα
άκουσε όλα αυτά ή μήπως τα φαντάστηκε; Άκουσε στα αλήθεια ότι δεν έχουν πολύ
χρόνο; Όχι, δε μπορεί. Απλά αγχώθηκε και το μυαλό της άκουγε άλλα από αυτά
που της είπε. Αύριο θα πήγαινε μαζί με τον Στέλιο στο γιατρό. Αυτός δεν μπορεί,
θα τα καταλάβαινε καλύτερα.
Κάθισε σε ένα παγκάκι. Που βρισκόταν; Ούτε που ήξερε πόση ώρα είχε
περπατήσει. Ξαφνικά ένας ήχος την έκανε να πεταχτεί από τη θέση της. Το κινητό
της. Χτυπούσε το κινητό της. Ήταν ο Στέλιος. Μα φυσικά, θα είχε γυρίσει σπίτι δεν
θα την είχε βρει εκεί κι ανησύχησε. Έμεινε να κοιτάει την οθόνη με το όνομα του
χωρίς να κάνει κάποια κίνηση να το σηκώσει μέχρι που αυτό σώπασε. Ξαφνικά τον
σκέφτηκε μόνο του στο σπίτι. Μόνο του δίπλα στην άδεια κορνίζα. Το κινητό της
χτύπησε ξανά αλλά πλέον το είχε πάρει απόφαση.
«Δεν ήμασταν τυχεροί Στέλιο», ψιθύρισε. Το χέρι της κινήθηκε αποφασιστικά
και πάτησε το πλήκτρο της απόρριψης.
Η κλήση σας τερματίστηκε, αναγράφτηκε στην οθόνη του κινητού.

Μια Ιστορία Αγάπης Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum