6ο) Η συμφιλίωση_

92 11 2
                                    

6_ Η συμφιλίωση_
[ της Κικής Κωνσταντίνου ]
ΜΙΑ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ ΦΩΤΟΣ, ΠΟΥ ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΑ ΕΙΣΕΒΑΛΛΕ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, ΕΝΟΧΛΗΣΕ ΤΟ
πρόσωπό της.
Γύρισε πλευρό σε μια προσπάθεια να αποφύγει το ζεστό μα ενοχλητικό της χάδι
αλλά η απουσία του νεαρού άντρα από το πλάι της, την έκανε να πεταχτεί επάνω
ανήσυχη. Τυλίχθηκε πρόχειρα με το σεντόνι και κοίταξε τριγύρω ερευνώντας
εξονυχιστικά το χώρο.
Την τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί εκεί, έφυγε τόσο ξαφνικά που δεν είχε
προσέξει καν το δωμάτιο που βρισκόταν.
Θυμήθηκε τον τρόμο και την απογοήτευση που ένοιωσε κρατώντας τη βέρα του
Στέλιου στο χέρι της και ένοιωσε ντροπή που πίστεψε πως την είχε κοροϊδέψει τόσο
άνανδρα ο συγκεκριμένος.
Έπρεπε να τον αφήσει να της εξηγήσει κι εκείνη τι έκανε; Τον άφησε και πάλι
μόνο. Δίχως εξηγήσεις, δίχως γιατί, σε ένα λεπτό τον άφησε και πάλι μόνο. Όπως
ακριβώς κι η Μαρίνα. Η γυναίκα που αγάπησε κι η γυναίκα που πιθανόν
ερωτεύτηκε μετά από καιρό, τον άφησαν και πάλι μόνο, μέσα σε λίγα μόλις λεπτά.
«Πόσο πρέπει να τον πόνεσα», συλλογίστηκε και στο πρόσωπό της χαράχθηκε η
θλίψη. «Μα πού είναι;», σκέφτηκε κι οι γυμνές πατούσες της την οδήγησαν σε ένα
χώρο που έμοιαζε με μικρό σαλόνι.
Εκεί υπήρχε ένα ξύλινο σκαλιστό έπιπλο που δε μπορούσε να καταλάβει
ακριβώς που χρησίμευε, όμως κάτι επάνω του την μαγνήτισε. Υπήρχε μια κορνίζα.
Μια κορνίζα άδεια. Δίχως να το πολυσκεφτεί, άφησε τα χέρια της να την αγγίξουν
και να τη σηκώσουν ψηλά. Με μηχανικές κινήσεις την έφερε κοντά στο πρόσωπό
της. Η κορνίζα μαρτυρούσε πως κάποτε δεν ήταν άδεια. Μελαγχόλησε όταν
σκέφτηκε πως κάποτε την κενή αυτή θέση, στόλιζε μια όμορφη οικογενειακή
στιγμή!
«Μπορείς να την αφήσεις κάτω σε παρακαλώ;» ακούστηκε κάπως σκληρή η
φωνή του Στέλιου και με γοργές κινήσεις η κορνίζα επέστρεψε στη θέση της.
«Με συγχωρείς… Ξύπνησα, δεν ήσουν στο δωμάτιο και σκέφτηκα…»,
ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή της Βάσιας και το σώμα της μαρτυρούσε πως ένοιωθε
άβολα.
«Είχα πάει να ψωνίσω από το φούρνο διάφορα πράγματα για πρωινό.
Σκέφτηκα πως θα πεινάς μετά τη χθεσινή νύχτα και…».
Η γλυκιά φωνή που είχε γνωρίσει ακούστηκε και πάλι κάνοντάς τη να
χαμογελάσει τρυφερά.
«Σ’ ευχαριστώ!», αποκρίθηκε και τον πλησίασε διακριτικά.
Εκείνος της χαμογέλασε και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Φιλήθηκαν κι
αυτοκόλλητοι καθώς ήταν οδηγήθηκαν στην κουζίνα.
Εργένικη αλλά όμορφη και καθαρή, σκέφτηκε καθώς την κοιτούσε σπιθαμή
προς σπιθαμή.
«Τι τρως για πρωινό;», την ρώτησε χαμογελώντας.
«Αν πεινάω πολύ, τα πάντα!», απάντησε με έναν αστείο μορφασμό.
«Και τώρα πεινάς πολύ;», ανταπάντησε με πλατύ χαμόγελο.
«Σαν λύκος!»
«Για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό», αποφάνθηκε βγάζοντας από
τις σακούλες διάφορα σνακ και το πρόσωπό του έλαμψε.
Τη λάμψη αυτή ανταπέδωσε και το πρόσωπο της γυναίκας. Το δωμάτιο
φωτίστηκε κι οι υποσχέσεις πήραν φωτιά.
«Έσκασα!», αποκρίθηκε η Βάσια τρώγοντας ένα ακόμη κουλούρι καρότου.
«Το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας. Κι εσύ το χρειάζεσαι!»,
τόνισε δυναμικά.
«Μπα, γιατί το χρειάζομαι;», παραξενεύτηκε.
«Είσαι κάπως χλωμή», υπέδειξε με το χέρι του.
«Θα φταίει το χθεσινό βράδυ», απάντησε κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι.
«Μην αστειεύεσαι! Με παραξένευσε το γεγονός που λιποθύμησες στην αγκαλιά
μου», σχεδόν τη μάλωσε με το βλέμμα.
«Τί σχέση έχει αυτό; Ήταν λόγω πίεσης, θλίψης και άγχους. Είμαι μια χαρά, δεν
έχω κάτι», συνέχισε προσπαθώντας να καταλάβει για ποιό λόγο έκαναν αυτή τη
συζήτηση.
«Είμαι υπερπροστατευτικός με τους ανθρώπους», ψέλλισε αμήχανα. «Θέλω να
πω πάντα ήμουν αλλά από τότε που έχασα την γυναίκα και το παιδί μου
προσπαθώ να προστατεύω περισσότερο όσους ανθρώπους αγαπώ και νοιάζομαι»,
συνέχισε με τρόπο που μαρτυρούσε δυσκολία και πόνο.
«Άκουσε, ξέρω τι έγινε, θα ήθελα βέβαια κάποια στιγμή να μάθω τα πάντα από
σένα αλλά ξέρω πως αυτή τη στιγμή δεν είναι τώρα. Ότι έγινε - έγινε, το παρελθόν
δεν αλλάζει, το παρόν είναι εδώ και σε καλεί να το ζήσεις. Τι λες, θέλεις να το ζήσουμε παρέα;»
Το χαμόγελο της κοπέλας έδωσε πνοή σε όλο το δωμάτιο και η ζεστή χροιά της
ζέστανε το κρύο που επικρατούσε στην ψυχή του Στέλιου.
«Ναι θέλω!» Απάντησε τρυφερά κι η αγάπη άνθισε σαν τα πρόωρα φύλλα μιας
αμυγδαλιάς…

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now