13Αο)Στην κόψη του ξυραφιού_

80 6 4
                                    

13_ Στην κόψη του ξυραφιού_
[ της Μαρίας-Ελένης Φραγκιαδάκη ]
ΑΘΟΝΤΑΝ ΔΙΠΛΑ-ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥΣ. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ
να μιλά κι αφέθηκε να προβάρει στο μυαλό του την εξομολόγηση της
αγάπης του:
Πόσο όμορφη είσαι αγάπη μου. Πόσο σε αγαπώ να ήξερες μόνο. Καμιά φορά φοβάμαι.
Ναι, φοβάμαι ότι δεν μου αξίζεις. Δεν μου αξίζει η αγάπη σου. Και μετά σκέφτομαι, όχι. Όχι
ρε γαμώτο μου αξίζει. Μου αξίζει γιατί μου πήραν την οικογένειά μου και με άφησαν
κουφάρι άδειο. Κέλυφος ήμουν αγάπη μου… Τελειωμένη υπόθεση. Μόνο σκοτάδι γύρω μου.
Δώσε μου τα χέρια σου. Τρέμεις… Από την πρώτη στιγμή σε λαχτάρησα. Σε πόθησα. Να σε
νιώσω. Να σε μυρίσω. Να γευτώ το γυμνό κορμί σου. Να ξαναγεννηθώ μέσα σου. Κι εσύ μου
δόθηκες. Ήρθες όταν σε χρειαζόμουν και δεν ξέρω τι θα κάνω αν σε χάσω. Ειλικρινά δεν
ξέρω. Με έμαθες να με αγαπάς. Τώρα μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη ακόμα περισσότερο.
Σου έχω εκμυστηρευτεί τους πιο φοβερούς μου εφιάλτες. Ήσουν δίπλα μου και με στοργή
τους έδιωχνες με ένα σου χαμόγελο. Νόμιζες όλον αυτόν τον καιρό ότι εγώ ήμουν ο δυνατός.
Αυτός που άντεξε τις αναποδιές της ζωής σφίγγοντας τα δόντια μέχρι να ματώσει το στόμα.
Όχι αγάπη μου. Εσύ είσαι η δυνατή. Εσύ από την αρχή. Μου χρωστούσε η ζωή. Και να σου
πω… Ακόμα μου χρωστάει αλλά μπορώ να κάνω τα στραβά μάτια Μπορώ. Γιατί είσαι δίπλα
μου. Και πριν λίγο καιρό τα έκανα μα δεν το ξέρεις. Και δεν θα το μάθεις. Δεν θα μάθεις πόσα
βράδια έβλεπα έξω από το σπίτι σου να σε αφήνει αυτός. Δεν θα μάθεις πόσες αμφιβολίες μου
γέννησες. Πως ευχήθηκα να μην σε είχα γνωρίσει ποτέ. Χειρότερο κι από θάνατο. Προδοσία.
Κι εσύ να με κοιτάς στα μάτια χωρίς ίχνος ενοχής, σαν παιδί. Και να απομακρύνεσαι. Κι εγώ
να τον μισώ. Με το ζόρι προσπαθούσα να είμαι ψύχραιμος, να μην κάνω ποτέ σκηνή, να μη
σε διώξω από την ζωή μου. Να ‘ξερες πόσο δύσκολο ήταν να προσποιούμαι ότι αντέχω. Να  μην σου δείξω πόσο με τσάκισες. Πάει ευτυχώς λίγος καιρός που ήμαστε όπως πρώτα.
Ζήσαμε τα δύσκολα από την αρχή αγάπη μου αλλά άξιζε ότι περάσαμε για να ‘μαστε μαζί.
Θέλω να σου ζητήσω να φύγουμε αγάπη μου. Να πάμε να ζήσουμε στο νησί. Να ανοίξουμε
ένα δικό μας καφενεδάκι με θέα την θάλασσα. Αν θες να το πούμε “Στου κυρ Μιχάλη’’. Ναι
αυτό θέλω να σου πω!… Δεν ξέρω πως θα βρω τα κατάλληλα λόγια αλλά θα προσπαθήσω…
Η Βάσια ήθελε να αποτυπώσει σε μια άκρη του μυαλού της αυτή τη στιγμή.
Κάθονταν στο τραπέζι τους και γύρω λιγοστοί πελάτες. Η νύχτα φάνταζε μοναδική
και προμήνυε ευχάριστα νέα. Ήταν απερίγραπτη η χαρά της. Είχε τον Στέλιο, είχε
την δουλειά της, τα δύσκολα ήταν πίσω τους. Δεν τους χαρίστηκε αυτή η αγάπη.
Πόσο πάλεψαν να την έχουν. Ο Στέλιος την κοιτούσε στα μάτια και της μιλούσε
συγκινημένος.
«Αυτό που πάντα ονειρευόμουν είναι…»
Για λίγο μόνο, δεν τον άκουγε χαμένη στις σκέψεις της. Έβλεπε τα χείλη του να
ανοιγοκλείνουν κι ένιωθε να τυλίγεται στη ζεστασιά της φωνής του. Για λίγο μόνο,
οι γύρω ήχοι είχαν σιγήσει. Τα δάχτυλα του χάιδευαν με στοργή τις παλάμες της
που είχαν ιδρώσει από αγωνία κι ενθουσιασμό. Για λίγο μόνο, αφέθηκε να βρεθεί
αλλού και ταξίδεψε μακριά από το καφενείο του κυρ Μιχάλη. Σαν να είχε
αποχωριστεί το κορμί της.
Θυμήθηκε πριν έξι περίπου μήνες την πρώτη τους συνάντηση. Εκείνη να αγωνιά
για μια θέση εργασίας κι εκείνος να παλεύει για ένα πενιχρό μεροκάματο.
Άγνωστοι κι οι δυο, μόνοι, μέχρις ότου τα βήματά τους διέγραψαν την ίδια πορεία
προς το καφενείο του κυρ Μιχάλη. Κι όλα λες και ξεκίνησαν από την αρχή. Λες και
το παρελθόν της, όλες οι μικρές και μεγάλες αποτυχίες είχαν ένα και μόνο στόχο.
Να την οδηγήσουν στην αγκαλιά του. Σε έξι μήνες έζησαν τόσο έντονα και βαθιά
την αγάπη τους. Πόσες δοκιμασίες δεν πέρασαν. Αλλά ήταν μαζί. Και το ‘θελαν κι
οι δυο.

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now