13Βο)

82 7 10
                                    

Πως θα μπορούσε να του είχε αντισταθεί; Θυμήθηκε από την πρώτη στιγμή που
τον είχε δει πως της ήταν με ένα περίεργο και σχεδόν απόκοσμο τρόπο οικείος. Το
πρόσωπό του, τα μάτια του, το περίγραμμα των χειλιών του. Ναι, πλέον ήταν
απολύτως σίγουρη. Ήταν μάταιο να υψώνει τείχη. Ήταν μάταιο να φοβάται το
μέλλον. Τη φθορά της δέσμευσης. Της καθημερινότητας. Το αβέβαιο της ελληνικής
πραγματικότητας. Είχε δικαίωμα να ζήσει με τον άνθρωπό της. Είχε δικαίωμα να
είναι ευτυχισμένη και να το φωνάζει. Ευτυχώς δεν επέτρεψε στον εαυτό της να
πληγώσει την αγάπη τους με τις επιπόλαιες σκέψεις για τον Άλκη.
Μόλις συγκέντρωνε πάλι την προσοχή της στον Στέλιο θα του απαντούσε θετικά
σε ότι και να της έλεγε. Να χτίσουν μια κοινή ζωή, να τον βοηθήσει να
πραγματοποιήσει το όνειρό του. Όποιο κι αν ήταν αυτό. Θα μπορούσε να κάνει τα
πάντα γι’ αυτόν τον άνδρα. Τα πάντα…. Ήταν γραφτό τους να βρεθούν. Ήταν
γραφτό τους να ερωτευτούν.
«Έλα που είσαι Μαρινάκι; Ξέρεις πόση ώρα περιμένουμε..;»
Εκείνη την ώρα, λες και ξύπνησε από λήθαργο, διάλεξαν μαύρες σκέψεις να
φωλιάσουν μέσα της στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Αυτές οι σκέψεις που
τρυπώνουν ύπουλα και διαβρώνουν την εύθραυστη καρδιά. Κοίταξε γύρω κι είδε
έναν νεαρό να μιλά στο κινητό του. Τράβηξε τα χέρια της απότομα από τα δικά
του. Εκείνος την κοιτούσε χαμογελώντας και περίμενε την αντίδρασή της στα
λεγόμενά του.
«Λοιπόν αγάπη μου τι λες;»
«Με συγχωρείς», απολογήθηκε νευρική. «Δεν σε άκουσα».
Αυτό το όνομα. Κι αν δεν την αγαπούσε τόσο όσο αγάπησε εκείνη; Κι αν ακόμα
σκεφτόταν την γυναίκα του; Πως θα μπορούσε να τα βάλει με έναν αντίπαλο που
ήδη κατέχει τα πρωτεία της αγάπης του; Μαρίνα. Μαρίνα και Στέλιος για πάντα μαζί.
Χαραγμένο στη βέρα. Και στη καρδιά του; Μια φορά της είχε πει με έντονο τρόπο να μην αγγίζει την κορνίζα του. Δηλαδή αν εκείνη ζούσε ακόμα, οι δυο τους ποτέ
δεν… Της χρωστούσε την ευτυχία της λοιπόν… «Θεέ μου. Θεέ μου συγνώμη..
Συγνώμη», σκέφτηκε η Βάσια, «αλλά αν ζούσε ακόμα εκείνη, εμείς οι δυο… Εμείς
δεν…».
Δεν έκατσε να ολοκληρώσει τις σκέψεις της. Δεν άντεχε να δεχτεί ότι σκεφτόταν
κάτι τέτοιο. Όχι ήταν πολύ σκληρό. Έφυγε τρέχοντας με δάκρυα στα μάτια
αφήνοντας άναυδο τον Στέλιο να την κοιτά.
Δεν την ακολούθησε.
«Άφησέ την αγόρι μου λίγο μόνη της, να βάλει σε τάξη το μυαλό της. Αγαπιέστε,
δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε», του είπε με σιγουριά ο κυρ Μιχάλης.
Έκατσε μόνος στο καφενείο και παρατηρούσε τους θαμώνες, τους περαστικούς.
Σε λίγη ώρα θα πήγαινε σπίτι του. Θα ήταν κι εκείνη εκεί και θα την έπνιγε στα
φιλιά. Περπατούσε αργά στην επιστροφή. Έβλεπε γύρω του κόσμο βιαστικό και δεν
ένιωθε την ανάγκη για βιασύνες. Δεν καταλάβαινε την συμπεριφορά της σήμερα.
Αλλιώς τα ‘χε σχεδιάσει. Μα εκείνη δεν του απάντησε σε τίποτα κι απλά έφυγε
αλαφιασμένη και κλαίγοντας. Στο καφέ του είχε φανεί απούσα. Σκεφτική. Αλλά
από την άλλη μπορεί και να ‘ταν η ιδέα του. Έφτασε σπίτι. Την αναζήτησε κι όταν
το αντίκρισε άδειο χωρίς να χάσει άλλο χρόνο έφυγε πλέον αποφασισμένος να
ξεκαθαρίσει μια και καλή την κατάσταση. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει η Βάσια.
Αν ακόμα σκεφτόταν τον άλλον έπρεπε να πάρει οριστικά μια απόφαση…
Είχε τυλιχτεί γύρω από το κορμί του με δύναμη. Τα μαλλιά της, σαν φίδι,
γλιστρούσαν πότε πίσω στην πλάτη της και πότε μέχρι τον αφαλό του όσο
ταλαντευόταν πάνω του. Ένιωθε τόσο ζεστό το σεντόνι.
«Άλκη… Σε χρειάζομαι…»…

Σε λίγο ο Στέλιος χτυπούσε με δύναμη την πόρτα της.
«Άνοιξε μου Βάσια! Άνοιξε!».
Εκείνη πετάχτηκε μούσκεμα στον ιδρώτα από το κρεβάτι. Παραπατούσε στον
διάδρομο και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να συνειδητοποιήσει αν είχε δει
όνειρο ή αν όντως είχε κάνει έρωτα με τον Άλκη.
«Βάσια!»…

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now