11 ο) Η Απουσία

77 8 4
                                    

11_ Η απουσία_


[ της Μαρίας Κ. ]


Η ΒΑΣΙΑ ΠΕΤΟΥΣΕ ΑΠΟ ΧΑΡΑ ΚΑΘΩΣ ΑΝΗΦΟΡΙΖΕ ΤΑ ΣΤΕΝΑ ΔΡΟΜΑΚΙΑ ΓΙΑ ΤΟ


σπίτι του Στέλιου.


Είχε μπει για τα καλά η άνοιξη και τα ανθισμένα λουλούδια έστελναν τα


αρώματά τους παντού ξεσηκώνοντας μυαλά κι αισθήσεις. Δυο μήνες τώρα δούλευε


στο ιατρείο του Άλκη και το πρόγραμμά της ήταν εξοντωτικό. Κι ο Στέλιος όμως


δεν πήγαινε πίσω.


Λες κι είχαν σπάσει τα μάγια που τον έδεναν με τα καλάθια του και με μια άλλη


ζωή, κατάφερε επιτέλους να βρει δουλειά στο λογιστήριο μιας εταιρίας. Οι ρυθμοί


της ζωής τους είχαν αλλάξει και μια κουβέντα για συγκατοίκηση έμενε μισή καθώς


δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν θα έμεναν στο σπίτι του Στέλιου ή θα


κρατούσαν το διαμέρισμα της Βάσιας.


Την τελευταία εβδομάδα η Βάσια ακύρωνε συνέχεια τα ραντεβού τους. Ένιωθε


μόνιμα κουρασμένη κι αν δεν ήταν ο Άλκης να την γυρνά σπίτι τα βράδια με το


αυτοκίνητο, δεν θα τα έβγαζε πέρα.


Σήμερα Κυριακή, επιτέλους θα είχαν όλη τη μέρα στη διάθεσή τους. Και μόνο


στη σκέψη αυτή, ένιωθε την καρδιά της να χορεύει σαν τρελή και χαμογελούσε σε


όποιον έβλεπε μπροστά της. Νωρίτερα είχε περάσει κι από τον καφενέ του κυρ


Μιχάλη να προμηθευτεί καμιά από εκείνες τις θεσπέσιες μαρμελάδες της Μαρίας


για το πρωινό τους. Ο κυρ Μιχάλης της έβαλε κι ένα βάζο νεραντζάκι κι ας τον


ξέχασαν όπως παραπονέθηκε μισοαστεία μισοσοβαρά.
Αχ, κυρ Μιχάλη μου», απάντησε η Βάσια γελώντας, «αφού τα ξέρεις τα δικά


μας. Μέχρι να μπει μια σειρά με τις δουλειές μας θα δυσκολευτούμε λίγο. Να, και


τον Στέλιο έχω μια εβδομάδα να τον δω. Νιώθω σαν να έχουμε μπει σε μια ταχεία


που δεν ξέρω που θα μας βγάλει. Οι μέρες περνούν βιαστικές και φεύγουν. Σήμερα


όμως νιώθω σαν να έφτασα επιτέλους στο σταθμό και μπορώ να αράξω έστω και


λίγο. Να ανασάνω!»


«Εσύ ξέρεις κορίτσι μου», είπε ο κυρ Μιχάλης. «Αλλά για πες μου για τη δουλειά


σου. Είσαι ευχαριστημένη;»


«Δε λέω, καλά είναι κυρ Μιχάλη μου και τα λεφτά ακόμα καλύτερα, αλλά


πολλές οι ώρες. Ευτυχώς που ο Άλκης είναι καλό αφεντικό και με κατανόηση. Να


σκεφτείς με γυρνάει αυτός σπίτι καμιά φορά».


«Χμμ... Μάλιστα... ώστε έτσι ο κύριος Άλκης μας!»


Καθώς έψαχνε στην τσάντα της για να βρει το κλειδί του σπιτιού του Στέλιου,


έφερνε και ξαναέφερνε στο μυαλό της την κουβέντα τους, νιώθοντας μια αδιόρατη


απειλή.


«Απειλή... από τον κυρ Μιχάλη; Αδύνατον», συλλογίστηκε.


Κι όμως κάτι της ράγισε λίγο τη χαρά που ένιωθε πρωτύτερα.


Μπήκε στο σπίτι συλλογισμένη, ακούμπησε τα βάζα στο τραπέζι κι άρχισε να


ετοιμάζει το πρωινό. Με το δίσκο στα χέρια κι ένα λουλούδι που έκοψε από τον


κήπο να μοσχοβολάει ευτυχία, άνοιξε προσεκτικά την πόρτα του δωματίου.


Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της. Το κρεβάτι ήταν άδειο και στρωμένο.


Εκείνη ήταν τόση ώρα εκεί κι αν ήταν ξύπνιος ο Στέλιος θα τον είχε ακούσει. Ή θα


την είχε ακούσει αυτός. Γύρισε στην κουζίνα και προσπάθησε να θυμηθεί αν της είχε πει πως είχε κάποια δουλειά. Έπιασε το κινητό της και του τηλεφώνησε, για να


ακούσει το δικό του να χτυπάει μέσα στο σπίτι.


«Κάπου θα πετάχτηκε», μονολόγησε. «Ίσως πήγε να αγοράσει κι αυτός κάτι για


το πρωινό μας».


Πήρε τον καφέ της και βγήκε στον κήπο να τον περιμένει. Κάθισε κι άφησε το


βλέμμα της να χαϊδέψει τις φρέζες που είχε φυτέψει κάποτε η μητέρα του και


ζωντάνεψαν σαν από θαύμα αυτή την άνοιξη. Ανάσανε τη μυρωδιά τους και


ένιωσε πως έπινε τον καφέ της στον παράδεισο.


Η ώρα όμως πέρναγε κι ο Στέλιος ήταν άφαντος. Λεπτό το λεπτό η ανησυχία της


έγινε φόβος κι ο φόβος απόγνωση. Ο παράδεισος, κόλαση!


Ούτε ήξερε πια πόσες ώρες περίμενε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Κρύωνε κι δεν


ένιωθε καλά. Έβγαλε το κινητό της για άλλη μια φορά. Εκείνος το σήκωσε αμέσως


κι αυτή δεν μπόρεσε να συγκρατήσει πια τα δάκρυά της.


«Άλκη καλησπέρα. Μπορείς σε παρακαλώ να έρθεις να με πάρεις;»

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now