10ο)Μια ανάσα ελπίδας_

86 8 2
                                    

10_ Μια ανάσα ελπίδας_
[ της Έλλης Οικονόμου ]
ΤΟ ΦΙΛΜ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, Ο ΑΓΡΑΦΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΛΕΕΙ ΠΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΟΜΟΡΦΑ, ΘΑ ΔΕΙ
κανείς καταγεγραμμένα και τα άσχημα: εκείνες τις στιγμές που ο πόνος
είναι πολύς, βαθύς και βουβός. Πληγές που χρειάζεται χρόνος για να θεραπευτούν
- και συχνά, ησυχία.
Στιγμές που οι λέξεις περιττεύουν, μόνο η ύπαρξη μιας αγαπημένης παρουσίας
είναι αναγκαία. Μιας παρουσίας που να ξέρει πότε να σιωπά, μιας παρουσίας που
να μπορεί να κατανοεί και να στηρίζει δίχως όρους.
Άλλωστε, τι να πεις, και πώς να απαλύνεις με τα λόγια τον πόνο ενός ανθρώπου
που έχει βιώσει τόσες απώλειες στη ζωή του και μόλις τώρα έχασε τον αγαπημένο
του πατέρα;
Η Βάσια κατανοούσε τη θέση που βρισκόταν ο Στέλιος κι ήξερε πως στην
προκειμένη περίπτωση αυτό ήταν το μόνο που θα μπορούσε να κάνει για να τον
βοηθήσει να ανταπεξέλθει. Τις μέρες που ακολούθησαν, ήταν δίπλα του. Απλά κι
ολοκληρωτικά, στάθηκε δίπλα του. Με ένα άγγιγμα, ένα χάδι, ένα βλέμμα, μια
αγκαλιά στο σκοτάδι, τις νύχτες που τον έπνιγε εκείνο το βουβό παράπονο. Έδινε
δύναμη, έδινε αγάπη και προσοχή.
Δεν χρειαζόταν να μιλούν, εκείνες τις ατέλειωτες νύχτες.
«Είμαι εδώ» του έλεγαν τα μάτια της στο μισοσκόταδο. «Και σε νιώθω. Μην
ανησυχείς για τίποτε εσύ, εγώ είμαι εδώ».
«Το ξέρω…» απαντούσαν τα δικά του, ακόμη υγρά. «Ψυχή μου…»
Και κούρνιαζε στην αγκαλιά της, χωνόταν και κρυβόταν, σαν το μικρό παιδί
που χάθηκε στο δάσος – ένα δάσος δυσκολιών και πόνου – κι έβλεπε επιτέλους
ανακουφισμένο πως δεν ήταν μόνο, πως η διασώστης του τον είχε βρει. Έσφιγγε
και την κρατούσε μην τη χάσει, χωνόταν στα μαλλιά της, μύριζε την αγαπημένη
μυρωδιά της και ήξερε πως μαζί θα έβγαιναν κάποτε από το σκοτεινό δάσος στο
φως, κι όλα θα πήγαιναν καλά.
Κάποιες φορές, όταν εκείνη είχε πια αποκοιμηθεί κι εκείνος συνέχιζε να μένει
ξάγρυπνος στο πλευρό της, ο Στέλιος γύριζε αθόρυβα προς το μέρος της και την
παρατηρούσε με τις ώρες να κοιμάται. Παρατηρούσε την κοπέλα που η μοίρα έφερε
στο δρόμο του και στη ζωή του…
Κι από πονεμένο, το βλέμμα του γλύκαινε ξαφνικά, κοιτώντας το όμορφο
πρόσωπό της, τη γραμμή των φρυδιών της και τα γαληνεμένα βλέφαρα. Χάιδευε τα
όμοια με κύματα της θάλασσας μαλλιά της και έσερνε τα δάχτυλά του πάνω στους
ώμους και στην απαλή της πλάτη. Τα δάχτυλά του γίνονταν αργοί ταξιδευτές στα
βουνά, στις κοιλάδες και στις οάσεις του κορμιού της και συχνά έλεγαν
περισσότερα από όσα μπορούσε εκείνος με τα λόγια του να πει. Και τότε, η Βάσια
αναστέναζε τρυφερά μέσα στον ύπνο της, σαν να συμφωνούσε με τα άηχα λόγια
των ταξιδευτών και με τις υποσχέσεις τους. Στρεφόταν απαλά κι αναζητώντας την
αγκαλιά του και τα δώρα της αγάπης, έπλεκε τα χέρια και τα πόδια της με τα δικά
του.
Στο μεσοδιάστημα, κι όσο ο Στέλιος τα πρωινά και τα απογεύματα στεκόταν
χλωμός και ταλαιπωρημένος από την αγρύπνια ξανά στη γωνιά της βιοπάλης,
εκείνη συνέχιζε να ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά. Δεν υπήρχαν άλλα
περιθώρια.
Κάποια στιγμή, η τύχη της χαμογέλασε. Ένα ραντεβού για συνέντευξη, λίγες
ειλικρινείς κουβέντες, ένας νεαρός, όμορφος και συμπαθής γυναικολόγος στο
ξεκίνημα της καριέρας του… κι η Βάσια βρήκε δουλειά, ως γραμματέας και βοηθός ου στο νέο και πολλά υποσχόμενο ιατρείο του. Οι απαιτήσεις της δουλειάς πολλές,
το ίδιο και οι ώρες εργασίας. Ο γιατρός είχε δηλώσει πως ειδικά τώρα στην αρχή, η
Βάσια θα έπρεπε να βρίσκεται στο ιατρείο του και στο πλάι του, από το πρωί ως
αργά το απόγευμα, χωρίς να αποκλείονται κι άλλες ώρες τις ημέρας, αν στο μέλλον
χρειαζόταν. Αλλά ο μισθός ήταν ικανοποιητικός κι η Βάσια ένιωθε μετά από καιρό
να παίρνει μια ανάσα – μια ανάσα ελπίδας. Επιτέλους, είχε βρει δουλειά!
Η ζωή συνεχίζεται… και κάποτε έρχεται η ώρα που το πρώτο χαμόγελο
εμφανίζεται κι η θλίψη ξαστερώνει.
Το πρώτο χαμόγελο άνθισε στα χείλη του Στέλιου, εκείνο το απόγευμα που η
Βάσια του είπε τα ευχάριστα νέα. Παράτησε μεμιάς τα πλεχτά καλάθια του, την
πήρε αγκαλιά, τη φίλησε και τη στριφογύρισε σηκώνοντάς την στον αέρα. Δυο
πρόσωπα φωτεινά, αγαπημένα, δυο σώματα ενωμένα, να στριφογυρίζουν γεμάτα
ελπίδα για το αύριο. Μόνοι τους, κι ας βρίσκονταν ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος
που περιδιάβαινε στο δρόμο μπροστά από το καφενείο.
Ο κυρ Μιχάλης τους κοίταξε και χαμογέλασε με αγάπη.
«Την ευχή μου να έχετε, παιδιά μου και μακάρι όλα ρόδινα να είναι για σας
από δω κι εμπρός… Φτάνουν πια οι δυσκολίες…», ψιθύρισε κι έπιασε πάλι να
καθαρίζει τα τραπέζια με το πανί του, σκουπίζοντας πότε-πότε τα μάτια του για να
διώξει ένα αόρατο σκουπιδάκι.

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now