9Βο)

83 8 2
                                    

Δεν ήταν πολλά. Τι πράγματα να έχει ένας μελλοθάνατος άλλωστε; Ρίχνοντας
μια βιαστική ματιά στην πλαστική σακούλα, ξεχώρισε πάνω απ’ το μικρό μπόγο με
τα εσώρουχα και τις πυτζάμες του, το κομπολόι του, ένα εικόνισμα… κι έναν
πορτοκαλί αναπτήρα… εκείνον τον πορτοκαλί αναπτήρα που… «ποιος διάβολος
τον έριξε εδώ μέσα;», αναρωτήθηκε… «ή ποιος άγγελος;» συμπλήρωσε μια φωνή τη
σκέψη του.
Έμεινε αποσβολωμένος για αρκετή ώρα, με τα πόδια του βιδωμένα στο ίδιο
σημείο. Ανέκφραστος κι άσπρος. Σαν τους καλλιτέχνες που κάνουν παντομίμα
δρόμου. Ένα κενό βλέμμα να αιωρείται σε λευκό φόντο. Το πλακόστρωτο δρομάκι,
τα κεραμίδια, οι μπουκαμβίλιες κι οι περαστικοί διαβάτες, είχαν σκεπαστεί
ξαφνικά από μια διάφανη μεμβράνη και παγώσανε σε κείνη τη χρονική στιγμή.
Είχε την πεποίθηση πως ο εγκέφαλος δεν έδινε εντολή σε κανένα σημείο του
σώματός του. Ίσως να είχε πεθάνει και να μην το είχε αντιληφθεί ακόμα.
«Συγνώμη ρε φίλε… είσαι καλά; Μήπως θες κάτι;…», τον συνέφερε η φωνή ενός
καταστηματάρχη απ’ τα πέριξ τουριστικά μαγαζάκια. Τον έβλεπε ακίνητο για
αρκετή ώρα και τρόμαξε ο άνθρωπος.
«Όχι, καλά είμαι… Ευχαριστώ», του είπε απρόθυμα κι έσυρε με δυσκολία τα
πόδια του μακριά απ’ το σημείο εκείνο.
Στο βάθος του δρόμου, διέκρινε το καφενείο του κυρ Μιχάλη. Είδε τη γνώριμη
σιλουέτα του κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα απ’ τη συγκίνηση. Πέρα
απ’ την ανθρώπινη υπόστασή του, ο κυρ Μιχάλης ήταν ο καλός του άγγελος. Ήταν
σχεδόν βέβαιος πως κάτω απ’ το φανελένιο πουκάμισό του, έκρυβε δυο κατάλευκα
φτερά και ήταν στιγμές που όταν μια δέσμη φωτός τρύπωνε απ’ το τζάμι του  καφενείου, η φιγούρα του κυρ Μιχάλη αποκτούσε ένα χρυσό περίγραμμα και
γινόταν μια υπερκόσμια ύπαρξη.
Αναλογίστηκε ξαφνικά πόσο του είχε σταθεί τα τελευταία χρόνια. Υπήρξε φίλος,
αδερφός, συμβουλάτορας …Τα πάντα. Στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του, στο
καφενεδάκι εκείνο έβρισκε καταφύγιο και συμπαράσταση. Στην ορφάνια απ’ τη
μάνα του, στην αρρώστια του πατέρα του, στη φτώχεια του και στον καθημερινό
του αγώνα να βγάλει ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Μέχρι να βρει μια σοβαρή
δουλειά, να στήσει τη ζωή του σε γερά θεμέλια. Εκεί γνώρισε και την Μαρίνα… Και
την Βάσια… Τα μάτια του γουρλώσανε, σαν να είδε ξαφνικά ένα φάντασμα. Μια
σκέψη τον διαπέρασε αστραπιαία, παγώνοντας το αίμα του. Ένας πορτοκαλί
αναπτήρας, μια καρμική συνάντηση, «Το πρόσωπό σου μου είναι πολύ οικείο»
ήταν απ’ τα πρώτα λόγια που του είχε πει η Βάσια… «Και το δικό σου αγάπη
μου…» της είχε πει τότε… Κάποια σκόρπια λόγια που είχε ακούσει στο παρελθόν,
τα ίδια σχεδόν που άκουσε πριν λίγες ώρες, παρακαταθήκες ομοιοκατάληκτες,
χαρισμένες από πολύτιμους ανθρώπους.
Όρμησε αμίλητος στο καφενεδάκι. Με τέτοια κατάνυξη, σαν να έμπαινε σε
εκκλησία. Να θρηνήσει εκεί τον νεκρό του. Αυτό θα ήταν κι η επιθυμία του πατέρα
του. Ήταν άδειο εκείνη την ώρα. Ο κυρ Μιχάλης ήταν άφαντος. Κι ο πάγκος της
Μαρίας άδειος. Οι λιγοστοί πελάτες, λιάζονταν στα έξω τραπεζάκια, κάτω απ’ την
ψάθινη κρεβατίνα. Βούλιαξε στο μικρό καναπεδάκι της γωνίας. Στον απέναντι
τοίχο, του χαμογελούσαν μέσα απ’ την ξύλινη κορνίζα ενός κάδρου, ο Αυλωνίτης
κι ο Φωτόπουλος. Από μακριά, ακούστηκε ο ήχος μιας λατέρνας. Το δυνατό φως
του ήλιου, έπεφτε σαν προβολέας πάνω στον πάγκο κι έλουζε τις γυάλες με τα
γλυκά του κουταλιού. Στραφταλίζανε σαν τουρμαλίνες τα νεραντζάκια και τα
βύσσινα σχημάτιζαν μια παλέτα από ιώδεις αποχρώσεις.
«Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος», σκέφτηκε.  Με φόντο τα ασπρόμαυρο μωσαϊκό, το καφενείο έγινε ξαφνικά μια μεγάλη
οθόνη. Καρέ-καρέ ξανάζησε τις σκόρπιες στιγμές του. Κάποιος άγνωστος, ο από
μηχανής μοντέρ ίσως, έκοψε κι έραψε στη σωστή τους σειρά, τα φιλμ της ζωής του.
Κι ήρθε επιτέλους η ώρα της προβολής…

Μια Ιστορία Αγάπης Donde viven las historias. Descúbrelo ahora