8Βο)

80 7 4
                                    

Την τελευταία φορά που είχε έρθει εδώ ήτανε τότε που είχε τελειώσει η ιστορία
με τον Κώστα και τότε είχε κλάψει γοερά γεμάτη οργή και αγανάκτηση γιατί δεν
είχε αντιληφθεί έγκαιρα πόσο ρηχός κι άχρηστος ήτανε, γιατί είχε σπαταλήσει τα
αισθήματά της και το χρόνο της, γιατί είχε φανεί τόσο αφελής, τόσο εύπιστη. Τότε
είχε φύγει ανακουφισμένη κι απελευθερωμένη από μία καταστροφική σχέση τώρα
όμως είχε έρθει ν’ ακουμπήσει τον πόνο της, την απόγνωση της για μια μοίρα
πικρή κι αδυσώπητη που της στερούσε μαζί με την υγεία της κάθε προοπτική για
ένα μέλλον με τον άνθρωπο που ήρθε στη ζωή της τόσο απρόοπτα γεμίζοντας το
κενό της με υπέροχα συναισθήματα. Αλήθεια τόσο άτυχη λοιπόν, τόσο
καταδικασμένη…
Πόσες ώρες έμεινε εκεί, δεν σκέφτηκε να υπολογίσει, δεν την ενδιέφερε και δεν
κοίταξε ούτε μία φορά το ρολόι της, κάπνισε και το τελευταίο τσιγάρο που είχε το
πακέτο της κι όταν ο ήλιος έγειρε στη δύση και χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα
βάφοντας τα σύννεφα μ’ εκείνα τα υπέροχα χρυσοκόκκινα χρώματα, τράβηξε τα
παγωμένα πόδια της από το νερό, φόρεσε τα παπούτσια της και βγήκε
μουδιασμένη στη λεωφόρο να πάρει ταξί.
Ανέβηκε σαν υπνωτισμένη τα σκαλιά και στάθηκε στο πλατύσκαλο μπροστά
στην εξώθυρα προσπαθώντας να βρει τα κλειδιά στην τσάντα της. Τα μάτια της
ήτανε θολά κι η καρδιά της βουτηγμένη στην απελπισία όταν αισθάνθηκε δύο
μπράτσα να την αγκαλιάζουν από πίσω.
«Για το Θεό τι σου συμβαίνει… Τι έπαθες;», άκουσε την πνιχτή φωνή του
βραχνή κι αλλοιωμένη από ένταση και πόνο. Γύρισε κι έκρυψε το πρόσωπό της στο
στήθος του, ξεσπώντας σε αναφιλητά που τραντάζανε ολόκληρο το κορμί της κι
εκείνος όμως δεν συγκρατήθηκε, άφησε ελεύθερα τα δάκρυα του να κυλήσουν
πάνω στα μαλλιά της, σφίγγοντας την με δύναμη στο στήθος του.
Ο χρόνος σταμάτησε, εκεί μπροστά στην εξώπορτα της πολυκατοικίας υπήρχανε
μόνο οι δυο τους, ακίνητοι, αγκαλιασμένοι και ξέπνοοι χωρίς να λένε κουβέντα, οικαρδιές τους χτυπούσανε γοργά κι ακατάστατα ενώ το κιτρινωπό φως από τις
λάμπες της εισόδου φώτιζε τα χλωμά μάγουλά τους που ήτανε αυλακωμένα από τα δάκρυα.
Ανεβήκανε στον τρίτο. Έξω από την πόρτα του διαμερίσματος ακουγότανε το
τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα και διαπεραστικά. Η Βάσια δυσκολεύτηκε να
ξεκλειδώσει, τα χέρια της τρέμανε και μια αδυναμία την είχε κυριεύσει. Μπήκανε στο χωλ, πρόλαβε και σωριάστηκε στο σκαμπό δίπλα στην κονσόλα με τον καθρέφτη, ένιωθε τα πόδια της να μην την κρατάνε, η τσάντα της έπεσε από τα
χέρια και το περιεχόμενο κατρακύλησε στο πάτωμα, το τηλέφωνο εξακολουθούσε
να χτυπάει. Μηχανικά σήκωσε το ακουστικό.
«Παρακαλώ;».. ψέλλισε αχνά,
«Κυρία Νικολάου, προσπαθώ να επικοινωνήσω μαζί σας από το μεσημέρι, δεν
απαντούσε ούτε το κινητό ούτε το σταθερό σας τηλέφωνο, είναι πολύ σημαντικό κι
ευτυχώς που απαντήσατε τώρα, γιατί αυτή θα ήτανε η τελευταία προσπάθειά μου
γι’ απόψε, έπρεπε να έχω σχολάσει πριν μία ώρα, τέλος πάντων με ακούτε;».
«Σας ακούω, παρακαλώ».., απάντησε ξέπνοα η Βάσια έχοντας τα μάτια της
καρφωμένα στα μάτια του Στέλιου που γονατισμένος μπροστά της μάζευε τα πράγματά της από το πάτωμα έχοντας βυθίσει το σκοτεινό βασανισμένο βλέμμα του μέσα στο δικό της.
«Είμαι η κυρία Ζώη, η αιματολόγος. Μου έστειλαν ηλεκτρονικά τις εξετάσεις σας για να προγραμματιστεί θεραπευτικό σχήμα αλλά παρακαλώ διευκρινίστε μου
κάτι, είστε η κυρία Βασιλική Νικολάου του Ευαγγέλου;»
«Όχι, όχι ….του Ευαγόρα» απάντησε σαστισμένα.
«Α ! Μάλιστα! τώρα εξηγούνται όλα, γιατί τα στοιχεία που μου έστειλαν δεν ταιριάζουν με αυτά της καρτέλας σας, ούτε η ηλικία ούτε ο ΑΜΚΑ, προφανώς υπάρχει και δεύτερη ασθενής Βασιλική Ευαγ. Νικολάου. Τι μπλέξιμο Θεέ μου,λυπάμαι αφάνταστα για την αναστάτωση και την ταραχή σας αλλά στη δουλειά
μου έχω δει πολλά, παλαιότερα υπήρξε ασθενής που έκανε άδικα δύο
χημειοθεραπείες, λόγω συνωνυμίας. Τι να πω… Πρέπει να αναγράφεται και το
μητρώνυμο…».
Το ακουστικό κύλησε από το χέρι της, η έκπληξη είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό
της, ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο χωρίς να μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη, ενώ η
φωνή στο τηλέφωνο συνέχιζε…
«Δυστυχώς συμβαίνουν αυτά, όχι συχνά, αλλά συμβαίνουν, επικοινωνήστε το
συντομότερο με το γιατρό σας, η δική σας διάγνωση αφορά αναιμία, πρέπει να σας
χορηγηθεί σίδηρος, ίσως χρειαστείτε και μία μετάγγιση…»
Πήρε μια βαθιά ανάσα, εξακολουθούσε να μην μπορεί να μιλήσει, ο Στέλιος
γονατισμένος ακόμη, ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά της και τινάχτηκε
ξαφνιασμένος όταν χτύπησε το κινητό του. Ο αριθμός που εμφανίστηκε στην οθόνη
ήτανε άγνωστος, όπως κι η φωνή:
«Ο κύριος Αγγέλου; Είμαι νοσηλευτής, σας καλώ από την Κλινική
ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΩΡ, πρόκειται για τον πατέρα σας…»

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now