15ο)Στιγμιόγραφο_

101 8 4
                                    

Αυτο Είναι  το Προτελευταίο  Κεφάλαιο

15_ Στιγμιόγραφο_

[ της Κάτιας Μαρκουίζου ]

ΤΗΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕ ΜΕ ΤΟ ΠΙΟ ΖΕΣΤΟ ΤΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟ.
«Ναι Βάσια μου, ναι θησαυρέ μου στο υπόσχομαι. Θα ’χει όλη η ζωή μας
χρώμα και φως σαν την σημερινή μέρα που ο ήλιος λάμπει πιο δυνατά από κάθε
άλλη φορά. Είδες όλα ήρθαν στην ώρα τους».
«Δεν μου είπες όμως σε ποιο νησί σκοπεύεις να πάμε, το κρατάς μυστικό;», τον
ρώτησε η Βάσια χαμογελώντας παιχνιδιάρικα.
«Εφτασφράγιστο μυστικό. Σε ένα κάποιο νησί του Αιγαίου, το Αιγαίο είναι
κομμάτι της Μεσογείου κι η Μεσόγειος το κέντρο του κόσμου. Ψάξε, ψάξε δεν θα το
βρεις, εσύ συμφώνησες να έρθεις μαζί μου, βάλε αστρολάβους, πυξίδες,
υπολογιστές κι εάν είσαι τυχερή θα το ανακαλύψεις. Έχω στριφώσει τα ομορφότερα
ηλιοβασιλέματα για χάρη σου, τα πιο ατίθασα αγριολούλουδα και μερικές
ασημένιες κερασιές. Μέχρι εδώ, άλλο τίποτα δεν λέω».
Η Βάσια ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν
τρελή. Τον φίλησε απαλά στα χείλη. Τον ήθελε, ήθελε το κορμί του και την ψυχή
του. Ήθελε να τον ακούει να λέει το όνομα της ξανά και ξανά με το δικό του
μοναδικό τρόπο. Πριν λίγο ήταν που έτρεμε στη ιδέα και μόνο πως θα μπορούσε
να τον χάσει, που ο νους της έτρεχε μόνο στο κακό αληθινό ή φανταστικό και
ξαφνικά όλα τα καλά του κόσμου ήταν μπροστά της.
Ας κρατήσει για πάντα τούτη η στιγμή συλλογιζόταν. Την σήκωσε στα χέρια του
και προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα Χάθηκαν μέσα στα φιλιά και στο πάθος και
αποκοιμήθηκαν ύστερα ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Είχε καλοβραδιάσει σαν ξύπνησε ο Στέλιος, σηκώθηκε αθόρυβα, προχώρησε στο
σαλόνι έβγαλε την κιθάρα από το θηκάρι της κι έψαξε τις χορδές τρυφερά με τα
δάχτυλα ώστε να φτιάξει με τους φθόγγους ένα τραγούδι για ερωτευμένους, ένα
δικό τους τραγούδι και να τη ξυπνήσει.
«Δεν το ήξερα πως παίζεις μουσική, με ξάφνιασες», του είπε εκείνη και κάθισε
απέναντι του παρακολουθώντας τον, όπως μια μητέρα παρακολουθεί το μωρό της
να κάνει τα πρώτα του βήματα.
«Ναι πράγματι ήταν κάτι που έγινε χρόνια πολλά πριν, άρεσε πολύ στη μητέρα
μου η μουσική κι έτσι όταν ήμουν μικρός πήρα μαθήματα κιθάρας και συχνά
πυκνά έπαιζα εγώ και τραγουδούσαν οι άλλοι, μα τώρα προσπαθώ ώρα αρκετή και
τα χέρια μου δεν θέλουν να με βοηθήσουν. Διάλεξε λοιπόν ένα τραγούδι να γίνει το
δικό μας τραγούδι από εδώ και μπρος. Εγώ προσωπικά κυρία μου θα σας
αφιερώσω την Πριγκηπέσα του Σωκράτη Μάλαμα, γιατί είσαι η Πριγκηπέσα μου
και μετά δέχομαι παραγγελιές».
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του ο Στέλιος κι άρχισε να χτυπάει το
τηλέφωνο του. Ποιος θα μπορούσε να χαλάσει την ησυχία τους;
«Στέλιο εσύ, δόξα τω Θεώ είμαι η Μαρία από το καφενεδάκι. Ο κυρ Μιχάλης
είχε μια ζάλη, κι ένα σφίξιμο, σαν να παράλυσε. Μόλις τον πήρε το ασθενοφόρο
για το Λαϊκό, αυτό εφημερεύει μας είπαν. Ευτυχώς τον συνοδεύει ένας πελάτης
γιατρός που ήταν εδώ. Ζήτησε να σε ειδοποιήσω αγόρι μου να πας εκεί, εγώ θα
κλείσω το μαγαζί και θα προσπαθήσω να έρθω αργότερα. Τρέξε μάτια μου να τον
προλάβουμε τον καλό τον άνθρωπο, τρέξε».
Αλληλοκοιτάχτηκαν, η ικανοποίηση κι η γαληνή πήδηξαν με μιας από το
παράθυρο, καινούριος πόνος. Όχι, όχι τώρα. Μόλις είχαν ορίσει μια καινούρια
αρχή, τώρα πια δεν ήταν κανείς από τους δυο τους μόνος στη ζωή και στο θάνατο.
«Πρέπει να φύγουμε αγάπη μου, να προφτάσουμε» της είπε κι εκείνη κούνησε
το κεφάλι της.
Ένιωθε μέσα της να φουντώνει ο πυρετός της αγωνίας για μια ακόμη φορά.
Στη διαδρομή για το νοσοκομείο δεν μίλησαν απλά κρατούσαν σφιχτά ενωμένα
τα δάχτυλα τους κι ο καθένας τους προσευχόταν για το καλύτερο. Δεν είχε κίνηση
κι έφτασαν μέσα σε 12 λεπτά, η Βάσια πήδηξε πρώτη από το ταξί κι έφυγε
τρέχοντας ενώ ο Στέλιος έβγαλε το πορτοφόλι να πληρώσει όσο πιο γρήγορα
γινόταν.
Έτρεξε γρήγορα στα επείγοντα, ρώτησε στη γραμματεία για το περιστατικό και
την ενημέρωσαν πως επρόκειτο για ένα οξύ ισχαιμικό επεισόδιο.
«Λυπάμαι δεν γνωρίζω περισσότερα, ο γιατρός που τον συνόδευε στο
ασθενοφόρο επέμενε να προχωρήσουμε άμεσα σε αξονική και μαγνητική ώστε να
παρακολουθήσουμε το αιμάτωμα. Είστε συγγενείς; Περάστε στον αξονικό
τομογράφο, θα τους βρείτε εκεί».
Έτρεξε από τις σκάλες στα υπόγεια του νοσοκομείου. Στην πόρτα του αξονικού
τομογράφου όρθιος και κάτωχρος στεκόταν ο Άλκης.
«Επιτέλους ήρθατε. Που είναι ο Στέλιος; Σας ζητά συνέχεια».
«Τι κάνεις εδώ Άλκη; Εσύ τον έφερες; Γνωριζόσαστε με τον κυρ Μιχάλη;»,
ρώτησε εξυπνα η Βάσια…

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now