8Αο)Η λύτρωση_

79 7 2
                                    

8_ Η λύτρωση_
[ της Κλαύδιας Μάμαλη ]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΡΑΞΕΝΕΥΤΗΚΕ. ΠΑΝΤΟΤΕ ΟΤΑΝ ΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΟΥΣΕ, ΑΠΑΝΤΟΥΣΕ ΑΜΕΣΩΣ,
ποτέ δεν είχε απορρίψει κλήση του. Ένοιωσε ένα αδιόρατο τσίμπημα στην
καρδιά, ένα περίεργο συναίσθημα, έναν ακαθόριστο φόβο που όμως έσπευσε να
διώξει αμέσως.
«Μην αρχίζεις», μάλωσε τον εαυτό του. «Ίσως δεν το άκουσε, ίσως δεν μπορεί
να μιλήσει τώρα»...
Δοκίμασε πάλι σε ένα τέταρτο, σε δέκα λεπτά, σε πέντε, οι κλήσεις πάλι έμειναν
αναπάντητες κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του.
«Μην κάνεις σενάρια, ανόητε», σκέφτηκε προσπαθώντας να κατανικήσει το
κύμα της αγωνίας που άρχισε να σαρώνει τις σκέψεις του.
Πήρε βιαστικά το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, δεν μπορούσε να δουλέψει,
δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από τη Βάσια. Αν της είχε συμβεί κάτι,
έπρεπε οπωσδήποτε να τη δει, να σιγουρευτεί ότι είναι καλά….
Περπατούσε γρήγορα, έτρεχε σχεδόν κι όρμησε στο σπίτι γεμάτος λαχτάρα και
προσμονή, φώναξε το όνομά της, την αναζήτησε στο υπνοδωμάτιο, το μπάνιο, το
καθιστικό, βγήκε στην πίσω αυλή, πουθενά….. Σιωπή και μοναξιά, το σπίτι
τακτοποιημένο, το κρεβάτι στρωμένο, ο νεροχύτης καθαρός, η πετσέτα της στο
μπάνιο μόνο, ελαφρά υγρή, κρατούσε κάτι από την αύρα της…. Την ξεκρέμασε και
την ακούμπησε στο μάγουλό του, ανάσανε βαθιά προσπαθώντας να εισπνεύσει όσο
περισσότερο μπορούσε, σφίγγοντάς την πάνω στο στήθος του, σαν να κρατούσε εκείνη.
Ρίχτηκε στον καναπέ και πήρε το τηλέφωνο, για μία ώρα σχεδόν, την καλούσε
συνεχώς καπνίζοντας ασταμάτητα, μ’ εκείνον τον κόμπο να του φράζει το λαιμό
και το στομάχι του να πονάει σαν να είχε καταπιεί βελόνες και ξυράφια…
Δεν άντεξε περισσότερο στο άδειο σπίτι, προσπαθούσε να θυμηθεί αν του είχε
πει ότι θα πήγαινε κάπου, ξανακοίταξε μήπως είχε αφήσει κάποιο σημείωμα, έλεγξε
τα μηνύματα στο κινητό του, τίποτα… Βγήκε στη μικρή αυλή, στήριξε την πλάτη
του στον κορμό της γαζίας και συνέχισε να την καλεί στο τηλέφωνο και να
καπνίζει…
Τα μάτια του είχαν γεμίσει σκοτεινιά, μια βαθιά ρυτίδα είχε χαραχτεί ανάμεσα
στα φρύδια του κι η απελπισμένη καρδιά του χτυπούσε ακατάστατα γεμάτη
απόγνωση. Ξαφνικά άστραψε μέσα του μια αδιόρατη σπίθα ελπίδας και πήρε το
δρόμο για το σπίτι της.
Κατέβηκε με τα πόδια τη Συγγρού σε χρόνο ρεκόρ κι έφτασε από την Πλάκα στη
Ν. Σμύρνη, μόλις σε δεκαοκτώ λεπτά, χτύπησε το κουδούνι της γεμάτος ελπίδα και
προσμονή, επίμονα, απελπισμένα… Τίποτα, καμία απάντηση. Κάθισε
αποκαμωμένος στο μαρμάρινο σκαλοπάτι της σιδερένιας εξώθυρας και κράτησε το
πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του…
Τα αναπάντητα ερωτήματα βομβαρδίζανε το μυαλό του, η στεναχώρια τού
έσφιγγε την καρδιά, τη μηνίγγια του χτυπούσαν, το σάλιο του είχε στεγνώσει κι είχε
μια πικρή στυφή γεύση στο στόμα. Η αγωνία τον είχε σχεδόν παραλύσει αλλά
κατάφερε να σύρει τα βήματά στην απέναντι πολυκατοικία, διέσχισε το δρόμο,
κάθισε στο πεζούλι του φράχτη που ήτανε πνιγμένος στα γιασεμιά, δίπλα σχεδόν
στην καγκελόπορτα του κήπου.
Σήκωσε τα μάτια του απέναντι, στον τρίτο όροφο, τα στύλωσε με αγωνία στο
μπαλκόνι του διαμερίσματος της, οι μπαλκονόπορτες κλειστές και τα ρολά
κατεβασμένα, κανένα φως, αναστέναξε βαθιά και συνέχισε να της τηλεφωνεί και να
γεμίζει το πεζοδρόμιο μισοκαπνισμένα αποτσίγαρα.
Η Βάσια σηκώθηκε από το παγκάκι και μπήκε στο πρώτο ταξί που βρέθηκε
μπροστά της, στο Φάληρο είπε στον οδηγό, κοιτάζοντας αδιάφορα από το
παράθυρο όσο το ταξί διέσχιζε τη Συγγρού, η κίνηση δεν ήτανε μεγάλη κι η
γνώριμη διαδρομή της φάνηκε τόσο σύντομη… Το κινητό το είχε βάλει στη σίγαση
και το είχε ρίξει στην τσάντα της. Είχε δει τις επαναλαμβανόμενες κλήσεις του
Στέλιου, αλλά ήτανε αποφασισμένη να μην ενδώσει, με αφάνταστο πόνο και
συντριβή, αλλά έτσι έκρινε ότι θα ήτανε πιο εύκολο για εκείνη, αγνοώντας με
πείσμα μία ενοχλητική φωνή μέσα της που δεν έπαυε να της επαναλαμβάνει ότι
ήτανε εγωίστρια και σκληρή.
Προτίμησε ν’ αγκιστρωθεί με όλες της τις δυνάμεις στη σκέψη ότι το πρόβλημα
ήτανε δικό της και μόνη της όφειλε να το αντιμετωπίσει. Το πώς, ήτανε άλλη
ιστορία.
Κατέβηκε στο Τροκαντερό, εκεί πήγαινε συνήθως όταν ήθελε να ηρεμήσει, να
σκεφτεί, να κλάψει… Προχώρησε στα γνώριμα βραχάκια, η μέρα ήτανε
συννεφιασμένη κι ο ήλιος μια κρυβότανε και μια ξεπρόβαλλε από τα σύννεφα ενώ
η θάλασσα είχε ελαφρύ κυματισμό που έσκαγε ήπια στα βράχια…
Κάθισε σ’ εκείνον τον πλακουτσό βράχο, παλιό της γνώριμο, έβγαλε τα
παπούτσια της, άπλωσε τα πόδια της και τα βύθισε στο κρύο αλμυρό νερό,
επιδιώκοντας ενδόμυχα να παγώσουν οι σκέψεις της, ο πόνος της ψυχής της, ακόμη
κι ο χρόνος…
Πίστευε πως τα δάκρυά της είχανε στερέψει, όμως εκείνα άρχισαν και πάλι να
τρέχουν από τα μάτια της, να κατρακυλούν στα μάγουλά της και να σταλάζουν
στην άκρη του βράχου καταλήγοντας να ενωθούν με τη θάλασσα…
Τι παράξενο, ένα τραγούδι ήρθε στο νου της, απρόσκλητο αλλά απόλυτα
ταιριαστό με τα συναισθήματα και τις σκέψεις της, θάλασσα κι αλμυρό νερό, να σε
ξεχάσω δεν μπορώ…

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now