4ο)Η παρεξήγηση_

90 10 2
                                    

4_ Η παρεξήγηση_
[ της Κατερίνας Βαλσαμίδη ]

ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ ΚΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΕΝΟΧΛΗΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ
μισάνοιχτες γρίλιες.
Τεντώθηκε όπως τα μωρά που δεν έχουν καμία έννοια. Με κλειστά ακόμη μάτια
μύρισε τη μυρωδιά της στα σεντόνια κι άπλωσε το χέρι να την χαϊδέψει. Όλα του
φαίνονταν σαν ένα όμορφο όνειρο και με ένα χαμόγελο άνοιξε τα μάτια καθώς
έψαχνε να αγγίξει το βελούδινο δέρμα της. Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε πως
εκείνη έλειπε...
«Δε μπορεί να ήταν όνειρο», αναφώνησε με μια χροιά λύπης αλλά και
ανησυχίας μαζί.
Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι αφήνοντας πίσω του τη ξεγνοιασιά που
μέχρι εκείνη τη στιγμή αισθανόταν, φόρεσε το παντελόνι του και άνοιξε την πόρτα.
Ίσως να την προλάβαινε στην αυλή.
Είχε χρόνια να αισθανθεί άνετος, απελευθερωμένος και ναι, ενθουσιασμένος με
κάποια κοπέλα. Για πρώτη φορά μετά από εκείνο το καταραμένο και φρικτό
ατύχημα που του κατέστρεψε τη ζωή, είχε νιώσει κάτι να σκιρτάει μέσα του. Δεν
μπορούσε να το εξηγήσει όμως αυτή ήταν κάτι το διαφορετικό. Είχε αισθανθεί πως
δεν έμοιαζε με καμιά άλλη, ίσως μόνο σε εκείνη...
Τώρα όμως ήταν μάταιο να τα σκέφτεται όλα αυτά. Προφανώς η Βάσια το
μετάνιωσε, δεν φαινόταν εξάλλου από τις κοπέλες της μιας νύχτας και μπορεί να
πανικοβλήθηκε και να έφυγε. Δεν είχαν προλάβει καν να ανταλλάξουν τηλέφωνα.
Πανικοβλήθηκε κι αυτός τώρα!
«Πώς θα την βρω;», σκέφτηκε... «Να την αγκαλιάσω για άλλη μια φορά. Να
μυρίσω αυτή τη μυρωδιά βανίλιας του δέρματος της και να της χαϊδέψω τα μαλλιά.
Να της πω, πως δεν τελειώσαμε εδώ αλλά τώρα αρχίζουμε»..
Κάθισε στο κρεβάτι κι ακούμπησε τους αγκώνες στους μηρούς του, σκύβοντας
και κρατώντας το κεφάλι του. Τις σκέψεις του διέκοψε κάτι που γυάλιζε επάνω στη
φλοκάτη δίπλα στο κρεβάτι. Έσκυψε κι έπιασε τη βέρα του. Τώρα μπερδεύτηκε
περισσότερο. Τι δουλειά είχε η βέρα στο πάτωμα;
Σιγά - σιγά έδεσαν τα γεγονότα στο μυαλό του. Κατάλαβε... Αυτό ήταν. Η
Βάσια βρήκε τη βέρα και νόμιζε...
«Ω, Θεέ μου! Γιατί; Γιατί;».
Τώρα έπρεπε απαραιτήτως να την βρει! Να της εξηγήσει πως η χθεσινή νύχτα
δεν ήταν ένα ψέμα. Εννοούσε όλα τα τρυφερά λόγια που της ψιθύριζε στο αυτί
όταν οι δυο τους χάνονταν μέσα στου έρωτα τη παραζάλη και τα ζεστά κορμιά τους
γίνονταν ένα. Να της μιλήσει για εκείνον. Είχε τόση ανάγκη να ανοιχτεί σε
κάποιον άνθρωπο, να καταθέσει την ψυχή του και να αφεθεί επιτέλους κι η Βάσια
μπορούσε να γίνει αυτός ο άνθρωπος!
Για χρόνια ολόκληρα δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Σε κανέναν για τη γυναίκα
που λάτρευε κι έγινε ο ίδιος η αιτία να την χάσει για πάντα. Κανένας ποτέ δεν
έμαθε για την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε μετά και τον έσωσε την τελευταία
στιγμή ο πατέρας του. Ένας πατέρας πρότυπο. Τον μεγάλωσε, τον σπούδασε,
δούλευε σε δυο δουλειές για να μη τους λείψει τίποτα και να μπορεί να πληρώνει
τα φάρμακα και τις νοσηλείες της μητέρας του. Τώρα αξίζει κάθε δική του
προσπάθεια ώστε να έχει τη φροντίδα και το τέλος που του πρέπει. Ήθελε τόσα
πολλά να της πει κι επιτέλους να τα μοιραστεί για να γαληνέψει η ψυχούλα του.
Είχε περάσει ένας μήνας που ξημεροβραδιαζόταν μάταια στο καφενείο του κυρ
Μιχάλη, ρωτώντας δεξιά και αριστερά για εκείνη και κρατώντας αντί για τα
καλάθια του, το μπλε της μαντήλι. Δεν ήξερε που αλλού να πάει να την βρει.
Κανείς δεν ήξερε.
«Έλα παλικάρι μου, κερασμένο το γλυκάκι από μένα, να πάνε τα φαρμάκια
κάτω»..
«Να 'σαι καλά κυρ Μιχάλη μου, δε κατεβαίνει τίποτα»..
«Φάε κάτι βρε παιδί μου, μισός έχεις μείνει»..
«Αν τη δεις θα της πεις πως την ψάχνω;».
«Πάλι τα ίδια θα λέμε βρε Στέλιο μου; Εννοείται πως θα της μιλήσω αμέσως
μόλις την δω αλλά δεν έχει φανεί καθόλου βρε παιδί μου και δε μου μιλάς κιόλα να
καταλάβω τι της έκανες της κοπέλας και εξαφανίστηκε».
Να της πεις πως είναι μεγάλη ανάγκη να της μιλήσω. Μεγάλη! Ναι;»
«Ναι παιδί μου, άντε σύρε να πουλήσεις τίποτα γιατί τον τελευταίο καιρό τα
'χεις φορτώσει στο κόκορα κι οι ανάγκες τρέχουν».
Η Βάσια έσφιγγε τα δόντια και κρατιόταν με το ζόρι να μη βγει έξω ενώ δυο
δάκρυα έπεσαν σαν κορόμηλα από τα μάτια της. Δεν ήξερε αν ήθελε να τον
λιντσάρει, να τον χαστουκίσει ή να πέσει στην αγκαλιά του και να τον φιλήσει με
όλη της τη ψυχή.
Είχε φτάσει νωρίτερα στο καφενείο, όχι για να τον δει, το αντίθετο. Ήθελε να
μιλήσει στον κυρ Μιχάλη, να ρωτήσει για εκείνον στα κρυφά και να φύγει γρήγορα
μην τυχόν και τον πετύχει. Έπειτα από ένα μήνα γοερού κλάματος κι άρνησης,
έφτασε με πρησμένο, κατακόκκινο πρόσωπο και χτικιασμένο κορμί στο καφενείο.
«Παναγιά μου το φάντασμα! Μαύρα μάτια κάναμε βρε Βάσια μου, καλέ πως
έχεις γίνει έτσι, τι συμβαίνει; Σε ψάχνει ο Στέλιος, εκείνο το αγόρι με τα φιστίκια,
το ξέρεις;»
«Σσσστ! Είναι εδώ;»
Είχε περιέργεια κι αγωνία να μάθει τι κάνει έστω κι από μακριά. Να μάθει
περισσότερες λεπτομέρειες για εκείνον και ποιος τελικά ήταν. Παρόλο που
πληγώθηκε πολύ, κάτι μέσα της επέμενε πως ο Στέλιος είναι αυτό που φαίνεται,
αληθινός και στοργικός. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κι αυτός είναι άλλος ένας
ψεύτης. Το ένστικτο της ήταν πολύ δυνατό.
Κρύφτηκε πίσω από το πάγκο της κυρά Μαρίας την τελευταία στιγμή πριν μπει
εκείνος στο μαγαζί.
«Αυτή τη φορά του είπα ψέματα του παλικαριού και δεν ξέρω τι έχει συμβεί
μεταξύ σας αλλά Βάσια μου, ο Στέλιος είναι καλό παιδί και βασανισμένο. Έχει
περάσει πολλά και παρόλα αυτά μένει αγωνιστής και βοηθάει τους πάντες».
Η Βάσια έμενε να τον ακούει, κοιτάζοντας τη σκακιέρα στο πάτωμα.
«Καλέ πείτε μου τι συμβαίνει. Θα σκάσω! Ένα μήνα αυτός ξημεροβραδιάζεται
εδώ για να σε βρει, το ξέρεις; Μου ζητά το τηλέφωνό σου, να το δώσω; Βάσια με
ακούς;»
Ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της κι ήδη μέσα της άρχιζε να παίρνει τις
αποφάσεις της.
Για άλλη μια φορά η τύχη της ήταν να μπλέξει με κάποιον που την κορόιδεψε.
«Ξέρεις... Είχε μια γυναίκα...»
«ΕΙΧΕ;», ρώτησε η Βάσια και τον κοίταξε με τα μάτια της να αστράφτουν από
χαρά και περιέργεια. Πότε είχε; Τώρα δηλαδή δεν έχει;»

«Ναι είχε... Πάει καιρός... Έγινε ένα ατύχημα... Περίμεναν κι ένα παιδί...
Άστα να πάνε στο διάκο! Μη τα ρωτάς!»

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now