9Αο) Καφενείο "Ο Παράδεισος"_

76 7 1
                                    

9_ Καφενείο "Ο Παράδεισος"_
[ της Μαρίας Κανελλάκη ]
ΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΙΗΡΚΕΣΕ Η ΚΛΗΣΗ, ΟΙ ΡΟΛΟΙ ΑΛΛΑΞΑΝ ΑΣΤΡΑΠΙΑΙΑ ΚΑΙ
βουβά. Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά. Ανταλλάξανε ματιές που τα
εξηγούσαν όλα. Δακρύσανε ταυτόχρονα. Ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι
αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων στροβιλίστηκε γύρω τους. Χαρά,
ανακούφιση, αγωνία και θλίψη. Κι αυτοί καρφωμένοι στο ίδιο σημείο,
καθηλωμένοι απ’ τις απανωτές εξελίξεις, σαν δυο μοιραίοι ήρωες μιας τραγωδίας
που έμελε να τη βιώσουν μαζί.
Του εξήγησε λαχανιασμένη. Με συνεχείς διακοπές για να μάθει για τη δική του
τη φουρτούνα.
«Ένα απαίσιο λάθος ήταν… Αγάπη μου πόσο πόνεσα σήμερα… Ποιος ήταν στο
τηλέφωνο;… Αχ και να ‘ξερες πόσο πόνεσα σήμερα… Ο πατέρας;… Δεν είναι
καλά;… Αχ Θεέ μου γιατί δεν μας αφήνεις να πάρουμε μιαν ανάσα;… Γιατί;… Θα
’ρθω μαζί σου…».
Την έπεισε να μείνει σπίτι και να ξεκουραστεί απ’ την ένταση της μέρας. Θα
έπαιρνε ένα ταξί και θα έτρεχε κοντά του όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να τον
προλάβαινε ζωντανό… Να του κλείσει τα μάτια αυτός… Να πάρει την ευχή του
και να τον ευχαριστήσει για τις θυσίες του… Αχ!… μόνο να τον προλάβει!…
Στη διαδρομή προς την κλινική, συνειδητοποίησε τι του είχε πει ο νοσηλευτής
στο τηλέφωνο:
«Ο πατέρας σας ζήτησε να σας δει… Ξέρετε… Δεν είναι καλά… Είχε μιαν
απότομη υποτροπή πριν λίγη ώρα και παρά τις προσπάθειές μας, η πορεία του δεν είναι αναστρέψιμη… Σας παρακαλώ ελάτε το συντομότερο… Του παρέχουμε ήδη
οξυγόνο, αλλά δεν θέλησε να του κάνουμε μορφίνη για να καταπραΰνουμε τους
πόνους του…»
Όρμησε στην κλινική κι ανέβηκε δυο - δυο τα σκαλιά ως το δεύτερο όροφο.
Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει με δύναμη τα τοιχώματα του δέρματος, έτοιμη
να το ξεσκίσει. Στο δωμάτιο βρήκε τον εφημερεύοντα γιατρό πάνω απ’ το κρεβάτι.
Δίπλα του μια νοσοκόμα που τακτοποιούσε τη συσκευή οξυγόνου. Στην απόληξη
του κρεβατιού, δυο ισχνά άκρα, ίσα που ξεχώριζαν απ’ την ισιάδα του λευκού
σεντονιού. Με δυσκολία διέκρινες την ανθρώπινη παρουσία από κάτω.
«Αααα… κυρ Αρίστο, κοιτάξτε ποιος ήρθε να σας δει!… Ο γιος σας είναι… Ο
Στέλιος σας… Να δείτε που τώρα θα συνέρθετε αμέσως!…», ο γιατρός είπε
μεγαλόφωνα στον άρρωστο γέροντα, τονίζοντας με έμφαση κάθε του συλλαβή.
Μάζεψε τα σύνεργά του κι έκανε νόημα στον Στέλιο να μιλήσουν παράμερα για
λίγο.
«Παλικάρι ο πατέρας σας!… Ως την τελευταία στιγμή. Το τελευταίο διάστημα
είχε ανυπόφορους πόνους. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεβατιού κι έλεγε προσευχές.
Ούτε μια στιγμή δεν τον άκουσα να λυγίζει και να διαμαρτύρεται. Η ατυχία του
ήταν πως είχε μια γερή καρδιά, σφηνωμένη όμως σ’ ένα σακατεμένο σώμα. Κι είχε
μιαν απίστευτη εμμονή να ζήσει λίγο παραπάνω. Λες και περίμενε να κλείσει μια
εκκρεμότητα κι ύστερα να φύγει… Δεν θα κρατηθεί για πολύ ακόμα. Μείνετε κοντά
του. Σας ζήταγε επίμονα όλο το απόγευμα… Κουράγιο! …».
Πλησίασε το κρεβάτι και τράβηξε μια καρέκλα στο ύψος του κεφαλιού του.
Άγγιξε με συγκίνηση τα αποστεωμένα χέρια του. Μια λεπτή διάφανη κρούστα το
δέρμα που είχε απομείνει. Κόκκαλα και φλέβες ήταν σχεδόν ακάλυπτα πλέον. Τα
έκλεισε στις παλάμες του και προσκύνησε στα τελευταία λόγια του πατέρα του:
«Στελάκη μου, αγόρι μου… να’χεις την ευχή μου παιδί μου… να τραβήξεις τη
στράτα σου από δω και πέρα… παλικαρίσια και γενναία… Μην κλάψεις αγόρι
μου, μόνο να ευγνωμονείς που θα ξεκουράζομαι πλάι στη μάνα σου… ερχόταν
κάθε βράδυ και κάμαμε παρέα… μαζί το παλέψαμε το θηρίο… όταν με πιάνανε οι
μεγάλοι πόνοι, εκείνη με νανούριζε με τραγούδια και κανακέματα… Αααα!… ήρθε
και το Μαρινιώ χτες το βράδυ… το Μαρινιώ μας Στέλιο μου… το κορίτσι μας… το
λοιπόν, ήταν μια κουκλίτσα, πανέμορφη και δροσερή… και μου λέει «Άιντε κυρ
Αρίστο, ήρθε η ώρα ν’ ανταμώσουμε… το Στελί μας είναι καλά τώρα… όλα γίνανε
όπως τα όριζες στις προσευχές σου… όλα είναι καλά τώρα…».
Αραίωσαν οι ανάσες του, ένα πνιχτό βογκητό βγήκε απ’ το στόμα του, τα μάτια
του ήταν νεκρωμένα αλλά στάζανε δάκρυα, μια αλλόκοτη εικόνα που θα έμενε για
πάντα χαραγμένη στη μνήμη του. Γαλήνη και θάνατος κι ευλογία… Έσκυψε πάνω
του, φίλησε το μέτωπό του, σμίξανε τα δάκρυα τους, ψιθύρισε στ’ αυτί του ένα
λυγμό, να τον πάρει μαζί του στην ουρανομήκη πορεία του «Γεια σου πατέρα
μου!…».
Ήταν ήδη ξημέρωμα όταν τον πήραν με το φορείο για το νεκροθάλαμο. Ένα
λευκό σεντόνι σκέπαζε το αδύνατο κορμάκι. Σύμφωνα με τις οδηγίες του γραφείου
τελετών, έπρεπε να πάει σπίτι και να τους φέρει το καλό του κουστούμι, τα
παπούτσια του και μια φωτογραφία. Τα υπόλοιπα, θα τα αναλάμβαναν εκείνοι,
όπως του είπε με διεκπεραιωτικά πένθιμη φωνή ο υπάλληλος.
Βγήκε έξω με ανακούφιση. Είχε ανάγκη ν’ αναπνεύσει καθαρό αέρα. Να ρίξει
κλεφτές ματιές ως τα σύννεφα. Να φανταστεί το σημείο που θα είναι τώρα ο κυρ
Αρίστος… Ανηφόρισε με τα πόδια προς το κέντρο κι από κει στην Πλάκα.
Βλέποντας από μακριά το σπίτι τους και κυρίως το περβολάκι του πατέρα του, που
το φρόντιζε πάντα με καμάρι, ήρθε πάλι αυτή η οδυνηρή διαπίστωση της
ματαίωσης. Τρύπωσε μέσα του και του έσταξε το δηλητήριο της. Στα χέρια του
κράταγε ακόμα την τσάντα με τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα του. Του τα παρέδωσε η πρωινή νοσοκόμα, μαζί μ’ ένα ειλικρινές χαμόγελο συμπαράστασης.
«Κουράγιο… ήταν άγιος άνθρωπος ο πατέρας σας… όλοι στεναχωρηθήκαμε που
έφυγε… κρατείστε τα πράγματά του… μας είχε αφήσει εντολή να σας τα δώσουμε
προσωπικά…».

Μια Ιστορία Αγάπης Where stories live. Discover now