14ο) Ο φύλακας άγγελος_

84 9 6
                                    

14_ Ο φύλακας άγγελος_

[ της Γεωργίας Μπούτβα ]

ΘΑ ΔΙΩΞΩ ΤΟΝ ΦΟΒΟ», ΕΙΠΕ ΣΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΠΤΗ ΜΕ
αποφασιστικότητα. «Θα τον διώξω, πως μπήκε μέσα μου; Ποια πόρτα
της ψυχής μου άφησα ανοιχτή και του επέτρεψα να τρυπώσει;»
Έκλεισε την πόρτα του δωματίου της με θόρυβο…
«Δεν θα ζήσω με παραισθήσεις, θέλω την πραγματική ευτυχία της αληθινής
ζωής».
Κατεβαίνοντας την σκάλα αναρωτιόταν μήπως τελικά ο φόβος της ήταν η
δέσμευση κι οι αναπόφευκτες αλλαγές, που έφερνε στη ζωή της.
«Υπομονή κι επιμονή», έλεγε από μέσα του ο Στέλιος και συνέχισε να χτυπά την
πόρτα. «Θα κάτσω εδώ μέχρι να ανοίξει», σκέφθηκε. «Θα χαλαρώσω και θα
περιμένω. Όλα τα άντεξα μέχρι τώρα με υπομονή κι ακόμα εδώ, είμαι ακόμα
ζωντανός» κι έβγαλε από τη τσέπη το κινητό του, για να την καλέσει. «Θα της δώσω
το χρόνο να σκεφθεί και να χαλαρώσει. Όχι δεν θα χάσω τον έλεγχο του εαυτού
μου, χάνοντας την υπομονή μου. Έχουμε κι οι δυο δικαίωμα σε μια ευτυχισμένη
ζωή. Άλλωστε όλα τα έχω δει στα μάτια της, τα έχω νιώσει στο τρόπο που με
αγκαλιάζει, στον τρόπο που μου αφήνεται. Τι στα κομμάτια με έπιασε κι εμένα; Δεν
μπορεί… Με αγαπάει… Ότι κι αν γίνει τελικά, αυτά που έχω νιώσει, δεν μπορώ να
τα ξεχάσω…», και τότε άνοιξε η πόρτα.Η Εικόνα της τον ξάφνιασε. Αναμαλλιασμένη, με πρησμένο πρόσωπο από το
κλάμα, τα ρούχα της τσαλακωμένα, μαρτυρούσαν πως είχε ξαπλώσει με αυτά….
Μα πάλι στα μάτια της, τα ζεστά μάτια της, χάδι κι αποφασιστικότητα μαζί.
Εκείνη έκανε απαλά στην άκρη της πόρτας και τον άφησε να περάσει στο
εσωτερικό του σπιτιού της,
Ο Στέλιος κάθισε στον καναπέ και κάθε ίχνος έντασης και θυμού, είχε απλά σαν
σαπουνόφουσκα σπάσει στον αέρα. Περίμενε, ήξερε, καταλάβαινε ότι εκείνη ήθελε
να του μιλήσει κ ι η καρδιά του χτύπαγε, λες κι ήθελε να βγει έξω από τη θέση της.
Όμως όχι, τίποτα δεν θα την ρωτούσε, θα την άφηνε να μιλήσει και θα την
άκουγε….
«Σήμερα έζησα άλλον έναν εφιάλτη», άρχισε με απαλή φωνή εκείνη.. «Άρχισε
εκεί στο καφενείο μας. Ο φόβος και η αμφιβολία με τρέλαναν», συνέχισε
ανακατεύοντας τα μαλλιά της, λες για να ενισχύσει με τη κίνηση της αυτό που είχε
μόλις πει ότι αισθάνθηκε. «Θα υπάρχει πάντα η Μαρίνα ανάμεσα μας και πως εγώ
να την ανταγωνιστώ;
Σκεφτόμουν πως να ανταγωνιστώ, μια γυναίκα που θα υπάρχει πάντα μέσα σου
και τίποτα, καμιά καθημερινότητα δεν μπορεί να την φθείρει; Για αυτό έφυγα σαν
τρελή. Σε όλο το δρόμο έκλαιγα…ήρθα εδώ και τηλεφώνησα στον Άλκη και του
είπα ότι δεν θα ξαναπάω για δουλειά. Είχα σκεφθεί το πρωί να φύγω. Έχω μαζέψει
κάποιες οικονομίες που θα με έφθαναν για λίγο καιρό. Θα πήγαινα στο Βόλο, στη
ξαδέλφη μου, σίγουρα θα με φιλοξενούσε για όσο χρειαζόταν.
Είχα καθίσει στο κρεβάτι κι έκλαιγα – έκλαιγα, μέχρι που με πήρε ο ύπνος…
ταραγμένος, παράξενος ύπνος κι όλο μια επαναλαμβανόμενη εικόνα: ένα ζευγάρι
να κάνει έρωτα, όχι δεν είμαστε εμείς, ήταν ο Άλκης και ξαφνικά στο γύρισμα της
γυναίκας, το πρόσωπο της Μαρίνας σου. Μέσα σε αυτή τη κατάσταση μεταξύ
ύπνου και ξύπνιου, η φωνή σου να φωνάζει το δικό μου όνομα κι όχι της Μαρίνας.
Δεν ήξερα προς στιγμή τι ζούσα στην πραγματικότητα και τι στον ύπνο μου.
Η επιμονή σου να φωνάζεις, με ξύπνησε οριστικά. Η αλήθεια, η
πραγματικότητα ήταν εδώ, η φωνή σου, κι οι ανασφάλειες μου εκεί, στον ύπνο μου.
Η γλυκιά σου Μαρίνα ακόμα και στο όνειρο μου έδωσε την απάντηση:
ανασφάλειες.
Εδώ, τώρα, σήμερα και για όσο κι οι δυο μας το θέλουμε είμαστε εμείς.
Ξέρω ότι με αγαπάς όπως είμαι σίγουρη, ξέρεις πως σε αγαπάω πολύ. Όχι δεν
είμαι απλά ερωτευμένη μαζί σου, είναι τόσο βαθύ αυτό που αισθάνομαι για σένα κι
ας είναι τόσο μικρό το διάστημα που είμαστε μαζί…»
Δεν άντεχε να την βλέπει να παραληρεί άλλο. Του ήταν αρκετό αυτό που του
είπε, του ήταν αρκετό ότι είχε προλάβει. Πόσο χαζά σκέφθηκε, αλλά όχι τώρα
αυτό..
«Κορίτσι μου», της είπε, «όχι, μέχρι τώρα δεν μας ήρθαν εύκολα. Όμως ότι
βρεθήκαμε είναι ένα δώρο ζωής, ένα δώρο που οφείλουμε να σεβαστούμε και
χαίρομαι που καταλαβαίνεις πόσο βαθιά είναι τα συναισθήματα μου. Η Μαρίνα
είναι ο φύλακας άγγελος μας. Εκείνη άπλωσε τα φτερά της και μας έφερε κοντά.
Εκείνη ενημέρωσε τον πατέρα μου, ότι ήρθε η ώρα να αποχωρήσει από τον πόνο,
ήρεμος και ήσυχος πια, ότι είμαι καλά, πολύ καλά κι είμαι εκεί που πρέπει να είμαι,
εννοώντας εσένα. Η πραγματικότητα είμαστε εμείς, εμείς που είμαστε εδώ!»
Σηκώθηκε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Σίγουρα θα φύγεις από δω, της είπε μισογελώντας, οπότε καλά έκανες και
παραιτήθηκες από τη δουλειά.. μόνο που μάλλον, δεν θα πας στο Βόλο. Θέλεις να
έρθεις μαζί μου στο νησί; Θέλεις να ξεκινήσουμε μαζί μια κοινή ζωή; Έχω σκεφθεί
ακόμα και τι θα ήθελα να κάνουμε… Σκεφτόμουν σήμερα να σου τα πω, πριν
φύγεις έτσι όπως έφυγες. Θέλεις να στήσουμε το δικό μας καφενείο στο νησί;
Μπορούμε ακόμα και το πάτωμα ασπρόμαυρη σκακιέρα να φτιάξουμε».
Εκείνη τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και στράφηκε προς το παράθυρο και
το φως που έμπαινε μέσα στο δωμάτιο, μαγικό θαρρείς, με τα μόρια της σκόνης να
χορεύουν και να διαλύονται, όπως ακριβώς τα σύννεφα που μόνοι τους αυτή τη
φορά είχαν βάλει ανάμεσα τους.
«Η αγάπη νικάει τα πάντα, χαρά μου», του είπε.. κι εμείς έχουμε να κάνουμε
ένα μεγάλο, πιστεύω, ταξίδι μαζί της, μέσα στην ευλογία της. Νιώθω
ευγνωμοσύνη», του είπε και τώρα το βλέμμα της ήταν γελαστό και πειρακτικό
συνάμα. «Έχεις όλο το χρόνο να μου πεις τι ακριβώς έχεις σκεφθεί να κάνουμε στο
νησί, υπό έναν όρο όμως…».
Ο Στέλιος περίμενε με κρατημένη την ανάσα…. Του είπε ναι στο να φύγουν
μαζί, αλλά; Τι όρο έβαζε, Θεέ μου; Πάλι εμπόδια;
«….με έναν όρο επαναλαμβάνω», είπε εκείνη: το πάτωμα στο καφενείο μας δεν
θα είναι σκακιέρα. Αρκετά πια οι ζωές και των δυο μας στο άσπρο – μαύρο… Δεν
μπορώ να πω, πιο πολύ στο μαύρο. Το πάτωμα στο μαγαζί μας θα έχει χρώμα, πολύ
χρώμα!! Όπως η ζωή, η αγάπη, η ευλογία κι η ευγνωμοσύνη», και σήκωσε το
βλέμμα της ψηλά, κλείνοντας το μάτι, στο φύλακα άγγελο τους.
Ο Στέλιος…

Μια Ιστορία Αγάπης Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum