Αντίο.

351 26 1
                                    

Μύριζε μπαχαρικά, δέρμα και γρασίδι. Αυτό σίγουρα δεν ήταν το δωμάτιό μου. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα άλλο ένα ζευγάρι μάτια, αυτή τη φορά μελί. Ήμουν στην αγκαλιά του Φίλιππου. Στο κρεβάτι του. Γυμνή.
Μου χαμογέλασε πλατιά και νυσταγμένα.
-Με παρατηρείς που κοιμάμαι; Ρωτάω γλυκά.
Με φιλάει στον λαιμό και λιώνω.
-Είναι ό,τι πιο σέξι και όμορφο έχω δει, απαντάει με βαθιά φωνή.
Θυμάμαι όσα ζήσαμε το βράδυ και νιώθω να ζεσταίνομαι. Μία αίσθηση ευχαρίστησης και πάθους κατακλύζει όλο μου το "είναι". Ένιωθα τόσο έτοιμη που όταν έγινε απορούσα πως το φοβόμουν. Ήταν περίεργο, έντονο, κάποιες φορές επίπονο όμως.... υπέροχο.
Ύστερα θυμάμαι πως σήμερα φεύγει. Σε λίγες ώρες δεν θα μπορώ να τον ξαναδώ και νιώθω δάκρυά να έχουν γεμίσει τα μάτια μου. Κολλάω πάνω του και τον αγκαλιάζω σφιχτά. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη λεπτή μέση μου και βάζει το κεφάλι του στα μαλλιά μου.
-Θα αποτυπώσω αυτό το άρωμά στο μυαλό μου, μου ψιθυρίζει.
-Ποιο άρωμα; Ρωτάω.
-Το δικό σου. Μυρίζεις γιασεμί και πρωινή δροσιά. Είναι τόσο υπέροχο. Από τη πρώτη στιγμή που έπεσες πάνω μου μύριζα έτσι. Και το λάτρεψα.
Δακρύζω. Δεν μπορούσα να το σταματήσω. Ούτε εγώ μπορώ να ξεχάσω τη μυρωδιά του. Πως θα μπορούσα, άλλωστε; Πως θα μπορούσα να ξεχάσω το θερμό άγγιγμα του, τα φιλιά του που αναριγούν όλο μου το κορμί, το αφοπλιστικό χαμόγελο του, τα μελί μάτια του. Υπόσχομαι πως δεν θα τα αφήσω να φύγουν από τη μνήμη μου.
Με φιλάει απαλά στη μύτη.
-Μπορεί να φεύγω άλλα δεν πρόκειται να σε ξεχάσω ή να μην κάνω τα αδύνατα δυνατά για να σε ξανά δω. Το υπόσχομαι, μου λέει.
Χαμογελάω ελαφρά.
-Ούτε εγώ, αρκούμαι να πω ανίκανη να ξεστομίσω οτιδήποτε άλλο με βασανίζει.
Ένα "σε αγαπώ" που πιέζει τα χείλη μου για να γίνει ήχος. Ένα " μείνε μαζί μου για πάντα". Ένα " μην αγγίξεις κανένα όπως εμένα". Όλα παραμένουν καταχωνιασμένα σε κάποια σκοτεινή γωνία της καρδιάς μου δίχως το κουράγιο να του τα πω.
Μετά από λίγο αναγκαζόμαστε να σηκωθούμε καθώς από κάτω ακούγεται φασαρία και οι γονείς του ετοιμάζουν τα πράγματα. Κοιτάω το δωμάτιό γιατί χθες βράδυ ήταν σκοτεινά. Οι δικές του βαλίτσες είναι έτοιμες. Στέκομαι για λίγο και τις παρατηρώ έντονα λες και τα πράγματα θα πήγαιναν στη θέση τους. Ο Φίλιππος ντύνεται και εγώ φοράω το χθεσινό φόρεμα μου.
-Άσε με να σε πάω σπίτι με τη μηχανή, μου λέει.
-Πότε φεύγεις; Ρωτάω.
Παίζει νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας του.
-Το μεσημέρι.
Κοιτάω το ρολόι. Είναι ήδη 11. Αναστενάζω.
-Πάω να αλλάξω και σε δύο λεπτά είμαι εδώ, λέω και παίρνω τη τσάντα μου.
Ο Φίλιππος με τραβάει προς το μέρος του και με τα δάχτυλα του σηκώνει το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω.
-Λυπάμαι τόσο πολύ. Σε παρακαλώ...., πάει να πει κάτι αλλά οι λέξεις χάνονται.
Κολλάω τα χείλη μου στα δικά του και ύστερα φεύγω γρήγορα.
Τρέχω στο σπίτι, αδιαφορώντας για τα έντονα βλέμματα των περαστικών και τις λάσπες που λερώνουν το φόρεμα. Μπαίνω φουριόζα στο δωμάτιο, παίρνω ο,τι ρούχο βρω και πάω στο μπάνιο.
-Μελίσα! Γύρισες. Θεέ μου κόντεψα να πεθάνω από την ανησυχία. Ο Άρης εμφανίζεται στη πόρτα του μπάνιου.
-Είναι αλήθεια ότι θα φύγει; Πότε; Συνεχίζει.
Πετάω τα πάντα και πέφτω στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
-Φεύγει σε μία ώρα. Και δεν θα τον ξανάδω. Γιατί; Μονολογώ καθώς τα δάκρυά μου μουσκεύουν τη μπλούζα του. Με χαϊδεύει καθησυχαστικά.
-Έλα, ηρέμησε. Όλα θα πάνε καλά, μου ψιθυρίζει.
Χτυπάει το κουδούνι. Σκουπίζω τα δάκρυά μου καθώς ο Άρης ανοίγει τη πόρτα και μπαίνουν μέσα η Φοίβη και η Δανάη. Με κοιτάνε με θλιμμένο και ανήσυχο βλέμμα. Η Φοίβη ανταλλάσσει μία μάτια με τον Άρη και αυτός κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.
-Μελίσα....λυπόμαστε τόσο πολύ, μου λέει η Δανάη και με βάζει στην αγκαλιά της.
Δεν μιλάω. Δεν μπορώ να πω και κάτι. Τίποτα δεν θα άλλαζε τα πράγματα.
Με αγκαλιάζει και η Φοίβη και γινόμαστε ένα κουβάρι σώματων.
-Νιώθω κάπως τώρα, μας πειράζει ο Άρης για να χαλαρώσει την ατμόσφαιρα.
Γελάμε για λίγο και ύστερα κοιτάω το ρολόι.
-Πρέπει να φύγω, αναφωνώ και τρέχω προς τη πόρτα δίχως να αντιδράσει κάνεις.
Περνάω αρκετούς δρόμους, τρέχοντας. Στρίβω, προσπερνάω περαστικούς και ποδήλατα. Είναι μακρυά το σπίτι του μα διανύω τη απόσταση με τρέξιμο. Δεν το έχω ξανά κάνει ποτέ αυτό και εκπλήσσομαι με την αντοχή του εαυτού μου. Μόλις φτάνω στο στενάκι που είναι το σπίτι του, βλέπω το μεταφορικό φορτηγό να ξεκινάει και από μπροστά το αυτοκίνητο των γονιών του Φίλιππου, μαζί με αυτόν μέσα. Αυξάνω ταχύτητα. Άργησα!
-Φιλίππε! Φωνάζω. Ξανά. Και ξανά.
Ώσπου γυρίζει να με δει και λέει απότομα στο μπαμπά του να σταματήσει. Πετάγεται από το αυτοκίνητο και τρέχει προς το μέρος μου σηκώνοντας με στην αγκαλιά του. Με στριφογυρίζει μία φορά και ύστερα με φιλάει βαθιά και διψασμένα. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και το απολαμβάνω. Προσπαθώ να κρατήσω μέσα μου την μυρωδιά του, το σχήμα του σώματος του, ολόκληρο αν χρειαστεί. Είχα κάποτε διαβάσει πως μία μητέρα για να κρατήσει τον γιό της, ώστε να μην φύγει σκέφτηκε να τον κρύψει στην αγκαλιά της για πάντα. Αυτό ήθελα να κάνω και εγώ μαζί του. Εντάξει ίσως είμαι τόσο δραματική που έχετε πέσει λιγάκι στα πατώματα, μα νιώθω τόσα γι' αυτό το αγόρι...που δεν κατάφερα να του τα πω.
-Θα μιλάμε κάθε μέρα. Οτιδήποτε και αν χρειαστεί θα το κάνω για να ακούω τη φωνή σου, μου λέει και κρατάω τα λόγια του σαν φυλαχτό.
-Μην με ξεχάσεις πότε, αρκούμαι να πω αν και ο ίδιος είπε πως θα μιλάμε.
Είχα στο μυαλό μου, να του πω τόσα πολλά μα μόνο αυτό βγήκε.
Με κρατάει ακόμα στην αγκαλιά του, κοιτώντας με. Ίσως περιμένει να του πω και κάτι άλλο. Ίσως απλώς απομνημονεύει το πρόσωπο μου.
Τον φιλάω ξανά κλείνοντας την απόσταση μεταξύ μας. Μετά από το χθεσινό Πότε ξανά η σχέση μας δεν θα είναι ίδια. Θα είναι κάτι πιο βαθύ καο μόνο δικό μας.
Το αυτοκίνητο κορνάρει και αυτός απομακρύνεται αναγκαστικά. Μόλις φεύγει νιώθω το σώμα μου ξανά κρύο. Με χαιρετάει καθώς μπαίνει στο αυτοκίνητο και γυρίζει προς το μέρος μου. Τον χαιρετάω και εγώ. Και ενώ έχει χαθεί στο δρόμο ψιθυρίζω:
-Σε αγαπάω.

ΤΕΛΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ😭😭
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Πλάκα κάνω. Θα έχει και δεύτερο βιβλίο😏😜

Shy girl don't care!Where stories live. Discover now