Κεφάλαιο 1

793 89 25
                                    

Λεμεσός, Μάρτιος 2012

-Ερωφίλη, γλυκιά μου, θέλεις να μου πεις από την αρχή τι έγινε;

Το ξανθό κορίτσι απέναντι της ήταν δεν ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Φορούσε ακόμα τα ρούχα του νοσοκομείου και κοιτούσε αμήχανα τα γυμνά της πόδια.

Αν σήκωνε το κεφάλι της, η Κάτια θα μπορούσε να δει και τους μαύρους κύκλους που είχε κάτω από τα μάτια. Φαινόταν τόσο αδύναμη, σαν να ήταν έτοιμη να πέσει από την καρέκλα που καθόταν και να βρεθεί αναίσθητη στο πάτωμα.

Η Κάτια όμως παρατήρησε και μια άλλη κίνηση που έκανε το κορίτσι απέναντι της: τραβούσε με μανία το φόρεμα σαν να ήθελε να σκεπάσει όλο της το σώμα να μην φαίνεται ούτε εκατοστό από το δέρμα της. Μπορούσε να καταλάβει...

-Δεν νιώθεις άνετα; Θέλεις μήπως λίγο νερό;

-...

-Ερωφίλη, μίλησε μου. Πρέπει κάπως να ξεσπάσεις, γίνεται επικίνδυνο και ψυχοφθόρο όσο το κρατάς μέσα στη ψυχή σου.

-...

Η κοπέλα συνέχιζε να τραβάει τα ρούχα της και δεν σήκωσε ούτε για μια στιγμή το βλέμμα να την κοιτάξει.

Πήρε το στυλό και άρχισε να γράφει σ' ένα τετράδιο.

Γέμιζε τη σελίδα με καλλιγραφικά, προσεγμένα γράμματα, όταν ξαφνικά της ήρθε η ιδέα. Σηκώθηκε από το γραφείο της και πήρε από την βιβλιοθήκη ένα χαρτί Α4. Το άφησε μπροστά στο κορίτσι.

-Αφού δεν θέλεις να μιλήσεις θα κάνουμε κάτι άλλο. Ζωγράφισε. Ότι νιώθεις βγαλ' το στο χαρτί, ξέχνα εμένα, τους γιατρούς και το νοσοκομείο. Είσαι μόνη σου τώρα, μπορείς να ζωγραφίσεις ελεύθερα. Έλα, δοκίμασε, θα σου αρέσει. 

Η Ερωφίλη δεν αντέδρασε.

Πήγε στην απέναντι γωνία του δωματίου κι έκατσε σε μια καρέκλα. Συνέχισε να γράφει αδιάφορα για λίγο, ενώ με την άκρη του ματιού της, την παρακολουθούσε.

Η Ερωφίλη πήρε αργά και διστακτικά το μολύβι στα χέρια της. Έτσι όπως έσκυψε, τα μακριά ξανθά μαλλιά της σκέπασαν την μαύρη ουλή που είχε στον δεξί κρόταφο.

Όμως τα σημάδια, χαμηλά στο λαιμό της φαινόντουσαν ξεκάθαρα. Όπως και οι γρατζουνιές στους καρπούς. Αλλά πολύ περισσότερο φαινόντουσαν οι πληγές στη ψυχή, αυτές ήταν που δεν θα μπορούσε να κρύψει με τίποτα.

Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν η Κάτια σηκώθηκε από την καρέκλα της και κοίταξε τη ζωγραφιά του κοριτσιού. Κάθισε δίπλα της, ενώ ταυτόχρονα της έπιασε το χέρι. Ήταν μικρό, με δέρμα τραχύ και κρύο.

Απώλεια {TYS17}Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum